Στα 200 εκατ. ευρώ ετησίως – με βάση τις προβλεπόμενες πωλήσεις του 2023 – υπολογίζεται η αξία των κλοπών που παρατηρούνται με ποικίλους τρόπους στα σούπερ μάρκετ. Κάτι λιγότερο από την ετήσια κερδοφορία του κλάδου. Αν και οι αλυσίδες αποφεύγουν να κάνουν λόγο γι΄ αυτό το υψηλού κόστους φαινόμενο που παρατηρείται στον κλάδο, ωστόσο στις συζητήσεις μεταξύ στελεχών συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο.
Το τελευταίο διάστημα, η γκάμα των υπό κλοπή προϊόντων έχει εμπλουτιστεί και με το ελαιόλαδο. Πρόκειται για προϊόν άμεσης ανάγκης, υψηλής διατροφικής αξίας και φυσικά – πλέον – εξαιρετικά υψηλής τιμής. Ελάχιστα απέχει η τιμή του από την τιμή ενός απλού ουίσκι. Το οποίο όμως σε αρκετά καταστήματα είτε είναι σε προθήκη είτε υπάρχουν αντικλεπτικά συστήματα. Βέβαια γινόμαστε Ευρώπη, δεδομένου ότι αυτό το φαινόμενο ούτε ελληνικό είναι ούτε μεμονωμένο. Αποτελεί μέρος της «κανονικότητας» του ευρωπαϊκού λιανεμπορίου. Η χώρα όμως που παρουσιάζει ιδιαίτερη έξαρση είναι η Βρετανία, όπου το σύνολο των αλυσίδων απευθύνθηκαν στη κυβέρνηση ζητώντας της να λάβει μέτρα.
Στην Ελλάδα, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ τις κλοπές τις εντάσσουν στην κατηγορία των απωλειών, μαζί δηλαδή με την «φύρα» που έχουν στα φρέσκα προϊόντα, είτε κοπής (κρέας, τυριά, αλλαντικά) είτε στα οπωροκηπευτικά.
Σύμφωνα, λοιπόν, με πηγές της αγοράς ο μέσος όρος του κλάδου επί του συνολικού τζίρου της κάθε αλυσίδας είναι περίπου 2,5%. Από το ποσοστό αυτό η συνολική αξία των κλοπών ανέρχεται στο 1% - 1,5% και σε σχέση με το 2022 έχει αυξηθεί και μάλιστα σημαντικά, καθώς για το προηγούμενο έτος είχε εκτιμηθεί σε 0,7% με 1%. Ως εκ τούτου εκτιμάται πως εφέτος η αξία των κλοπιμαίων από τα σούπερ μάρκετ θα κινηθεί από 180 εκατ. ευρώ ως και 200 εκατ. ευρώ!
Το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, η ακρίβεια και η συνακόλουθη καταναλωτική κόπωση διαμορφώνουν συνθήκες «θερμοκηπίου» για την ανάπτυξη του φαινομένου.
Οι ίδιες πηγές έλεγαν ότι υπάρχουν «τοπικά» κυκλώματα – πέραν των μεμονωμένων εκδηλώσεων – που εν συνεχεία τα πωλούν. Τα βασικά χαρακτηριστικά των κλοπών είναι πρώτον, η αξία του προϊόντος (πχ λάδι, αλκοολούχα ποτά), δεύτερον, το μέγεθος του (πχ το μέλι, διάφορες κρέμες καλλυντικών που έχουν μικρό μέγεθος) και τρίτον, η ... εμπορευσιμότητα του, δηλαδή η δυνατότητα πώλησης του στη ... «δευτερογενή αγορά» πχ του Σχιστού!
Όπως εξηγούσαν οι ίδιες πηγές υπάρχουν η εσωτερική (πιθανόν από κάποιους υπαλλήλους και από κάποιους μεταφορείς) και η κλοπή από τις πελάτες. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στην ευρωπαϊκή αγορά, οι δύο κατηγορίες κλοπών είναι περίπου ίσες ως προς την αξία των κλοπιμαίων. Όπως έλεγαν οι ίδιες πηγές η εφευρετικότητα των δραστών υπερβαίνει κατά από την εφευρετικότητα αντιμετώπισης τους.