Εν αναμονή της πτώσης των λιανικών τιμών του ελαιολάδου βρίσκονται οι καταναλωτές, στην αρχή της ελαιοπαραγωγικής περιόδου, καθώς τον προηγούμενο χρόνο είδαν τον «υγρό χρυσό» να εκτοξεύεται σε τιμές ρεκόρ, κάτι που συνέβαλε σημαντικά στον πληθωρισμό και πίεσε τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Σύμφωνα με τον στοιχεία του ΔΝΤ, τον Αύγουστο του 2024 η διεθνής τιμή του ελαιολάδου είχε πέσει στα 8.703 δολάρια/μετρικό τόνο, δηλαδή περίπου 15% χαμηλότερα σε σχέση με την τιμή ρεκόρ του Ιανουαρίου, που είχε ξεπεράσει τα 10.000 δολάρια.
Η μείωση οφείλεται στο γεγονός ότι σταδιακά αποκαθίσταται η παραγωγή στις ελαιοπαραγωγούς χώρες της Μεσογείου, μεταξύ των οποίων η Ισπανία και η Ελλάδα.
Η διεθνής τιμή του ελαιολάδου (ΔΝΤ)
Πάνω από 10 ευρώ η πρώτη μεγάλη πώληση
Η πρώτη παρτίδα ελαιολάδου υψηλής ποιότητας που πουλήθηκε στις αρχές Οκτωβρίου, από τον Αγροτικό Ελαιουργικό Συνεταιρισμό Αγίων Αποστόλων Λακωνίας, ο οποίος μπήκε πρώτος στη συγκομιδή στα τέλη Σεπτεμβρίου, δόθηκε στην ιλιγγιώδη τιμή των 10,20 ευρώ το κιλό και αφορούσε 37 τόνους αγουρέλαιου. Μερικές ημέρες μετά, ο Ιταλός έμπορος που είχε αγοράσει την πρώτη παρτίδα επανήλθε και ζήτησε ακόμη ένα βυτίο στην ίδια τιμή. Συνολικά ο συνεταιρισμός πούλησε 51 - 53 τόνους αγουρέλαιου φετινής εσοδείας σε αυτή την υψηλή τιμή.
Όπως δήλωσε στο BD ο κ. Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), φέτος εκτός κάποιου κλιματικού απροόπτου αναμένεται η παραγωγή ελαιολάδου να φτάσει στην Ελλάδα περίπου τους 230.000 τόνους. Οπότε, αν και η τιμή από τους Αγίους Αποστόλους προκάλεσε άγχος για το που θα κυμανθούν τελικά, ο κ. Οικονόμου, τόνισε ότι θα υπάρξει εξισορρόπηση των τιμών, καθώς ακόμα είναι νωρίς και ο μεγάλος όγκος της παραγωγής θα έχει βγει πλέον γύρω στα Χριστούγεννα όπου και οι τιμές, όπως όλα δείχνουν, θα έχουν «προσγειωθεί».
Αυξάνεται η παραγωγή, οι τιμές πέφτουν;
Αυτό είναι το ερώτημα που βασανίζει τους καταναλωτές, καθώς την χρονιά 2023 – 2024 είδαν τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό να εκτροχιάζεται, με τη μεγαλύτερη πίεση να έρχεται από το προϊόν που μέχρι σήμερα δεν έλειπε από κάθε ελληνικό τραπέζι, το ελαιόλαδο.
Στον Έλληνα καταναλωτή οι διεθνείς μειώσεις δεν έχουν φτάσει ακόμη. Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό Σεπτεμβρίου έδειξαν ότι το ελαιόλαδο είχε τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από όλα τα επιμέρους αγαθά και υπηρεσίες που συνθέτουν τον τιμάριθμο, με 38,9%, αλλά και τη μεγαλύτερη συμβολή στον πληθωρισμό, με 0,35% (ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 2,9% τον Σεπτέμβριο).
Βέβαια, παρήγορο είναι ότι ο ρυθμός αύξησης της τιμής έχει επιβραδυνθεί αρκετά. Τον Φεβρουάριο, στον απόηχο της κορύφωσης των διεθνών τιμών, είχε καταγραφεί από την ΕΛΣΤΑΤ ετήσια αύξηση κατά 63,7%, η οποία είχε προσθέσει 0,51% στον τιμάριθμο.
Η μειωμένη παραγωγή του 2023 – 24 σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανέβασε τις τιμές σε ύψη που δεν είχαμε ξαναδεί, όπως τα 11 - 12 ευρώ το κιλό, με το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο να φτάνει και τα 16 ευρώ, ωθώντας παράλληλα τους Έλληνες καταναλωτές να αλλάξουν τις διατροφικές συνήθειες τους.
Σύμφωνα με έρευνα του ΙΕΛΚΑ, από το 2009 έως το 2023, οι Έλληνες μείωσαν την κατανάλωση ελαιόλαδου κατά περίπου 35% και κατά 7% μόνο το 2023. Περίπου 5 λίτρα λιγότερο ελαιόλαδο καταναλώνεται ανά έτος κατά κεφαλήν. Από τα 14,7 λίτρα που κατανάλωνε το 2009, ο καταναλωτής έπεσε στα 9,6 λίτρα το 2023.
Κομισιόν: Θετικές οι προοπτικές για την παραγωγή
Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές βραχυπρόθεσμες προοπτικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η παραγωγή ελαιολάδου της ΕΕ αναμένεται να ανακάμψει περαιτέρω το 2024/25, εκτός αν σημειωθούν ακραίες καιρικές συνθήκες τους επόμενους μήνες, με κινητήρια δύναμη την ανάκαμψη της παραγωγής της κορυφαίας παραγωγού Ισπανίας (σε περίπου 1,3 εκατ. τόνους, +50% και 65% μερίδιο), αλλά και της Ελλάδας και της Πορτογαλίας. Αντίθετα, η Ιταλία ενδέχεται να έχει χαμηλότερη παραγωγή μετά το επίπεδο του έτους 2023/24 και μετά την ξηρασία και τους καύσωνες στο νότο.
Συνολικά, η παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ αναμένεται να φθάσει τους 2 εκατ. τόνους (+32% σε ετήσια βάση) και να προκαλέσει μείωση των τιμών, οδηγώντας σταδιακά σε ανάκαμψη της κατανάλωσης (+7%), ανάλογα με το ρυθμό μεταβίβασης των τιμών στους καταναλωτές. Καθώς η διαθεσιμότητα αυξάνεται και οι τιμές μειώνονται, οι εξαγωγές της ΕΕ αναμένεται να αυξηθούν το 2024/25 (+10%) και να συμβάλουν στην αναπλήρωση των αποθεμάτων στους κύριους εξαγωγικούς προορισμούς.
Ταυτόχρονα, οι εισαγωγές αναμένεται να μειωθούν (-7%), αλλά η επίδραση μπορεί να μετριαστεί εάν επιβεβαιωθούν οι αυξημένες συγκομιδές στην Τυνησία και την Τουρκία, δεδομένης της ανταγωνιστικότητας των τιμών τους.
Η κύρια αβεβαιότητα για το 2024/25 είναι πόσο γρήγορα θα προσαρμοστούν οι τιμές στην αυξημένη διαθεσιμότητα και πώς θα αντιδράσουν οι καταναλωτές, αφού έχουν αλλάξει τις καταναλωτικές συνήθειες λόγω των υψηλών τιμών. Συνολικά, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε 601.000 τόνους τελικών αποθεμάτων το 2024/25.