Η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτυπώνεται στο γεγονός ότι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν - η πλειοψηφία τους - ακόμη και τις ρυθμισμένες οφειλές, προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες. Ενώ παράλληλα η πλειοψηφία τους δεν έχει την δυνατότητα ή δεν μπορεί να ρυθμίσει τις οφειλές της.
Σε πιο δύσκολη φάση βρίσκεται το 28% των επιχειρήσεων που έχουν οφειλές προς τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και την εφορία. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία Netrino Advisory για λογαριασμό του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών και του Κέντρου Ερευνών Μελετών και Διαμεσολάβησης το 56% των μικρών επιχειρήσεων της Αττικής δεν έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους.
Ωστόσο από τις επιχειρήσεις που έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους μόνο το 15% μπορεί να αντεπεξέλθει το επόμενο διάστημα στις υποχρεώσεις του με τις υφιστάμενες ρυθμίσεις - το 17% επιθυμεί περισσότερες δόσεις. Το υπόλοιπο 67% αδυνατεί να καλύψει τις οφειλές και από αυτούς το 37% ζητά επαναδιαπραγμάτευση, ενώ ακόμη χειρότερα, ένας στους τέσσερις αδυνατεί να ανταπεξέλθει ακόμη και αν γίνει «κούρεμα» στην οφειλή.
Μεγαλύτερη αδυναμία κάλυψης έχουν οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με το εμπόριο (μία στις τρεις ακόμη και με «κούρεμα») και ακολουθούν οι αμιγώς παραγωγικές επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, ενώ ως προς τη νομική μορφή τους, μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετωπίζουν οι προσωπικές εταιρείες (ΟΕ, ΕΕ) οι ατομικές επιχειρήσεις και από τις κεφαλαιουχικές εταιρείες, οι ΙΚΕ. Ως προς το μέγεθος, οι πολύ μικρές αδυνατούν - οι μικρές επιχειρήσεις απαιτούν στη συντριπτική πλειοψηφία τους, επαναδιαπραγμάτευση.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με ηλεκτρονική συμπλήρωση ερωτηματολογίων, από 185 επιχειρηματίες κυρίως άνδρες (85%), όλων των ηλικιών (60% 45 – 64 ετών), που εκπροσωπούν κυρίως μικρές επιχειρήσεις (ατομικές 54%) με λίγους κυρίως εργαζομένους, υπηρεσιών (45%), παραγωγικές και εμπορικές.
Από την έρευνα προέκυψε ότι το 87% των επιχειρήσεων έχει οφειλές σε Δημόσιους ή/και Ιδιωτικούς φορείς. Τις μεγαλύτερες οφειλές έχουν κεφαλαιουχικές εταιρείες(ΑΕ, ΕΠΕ και ΙΚΕ) και οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. Οι δύο στις τρεις επιχειρήσεις έχουν οφειλές σε ασφαλιστικά ταμεία και στην εφορία (άνω του 60% των επιχειρήσεων). Το 58% έχουν οφειλές προς τις τράπεζες/servicers. Σπανιότερα οφειλές καταγράφονται στους προμηθευτές (15,14%), στις εταιρείες ενέργειας, τηλεπικοινωνιών κλπ (12%) και στα δημοτικά τέλη (5%). Οι μισές επιχειρήσεις έχουν οφειλές τόσο στην εφορία όσο και στα ασφαλιστικά ταμεία - το 28% επιπλέον και στις τράπεζες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιχειρηματίες, διατυπώνουν μια σειρά από καταγγελίες και παράπονα για την αποτελεσματικότητα και την ευκολία χρήσης των δυνατοτήτων ρύθμισης, ειδικότερα για τις απευθείας διαπραγματεύσεις με Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων (Servicers). Επιπλέον ζητούν ουσιαστική λειτουργία του εξωδικαστικού και άλλη αντιμετώπιση στα επιτόκια, τις δόσεις και το «κούρεμα» των οφειλών.
Ένας στους τρεις επιχειρηματίες δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία η οποία αποτελεί ή θα μπορούσε να αποτελέσει εγγύηση, ενώ ένας στους πέντε διαθέτει πρώτη κατοικία. Ένα 41% διαθέτει πάνω από ένα περιουσιακά στοιχεία,
Στο ερώτημα «αν η τράπεζα σας έδινε χαμηλότοκο δάνειο, πόσο πιθανό είναι να το εκταμιεύατε», οι επιχειρήσεις είναι μοιρασμένες 50% - 50%. Πολύ περισσότερο από τις άλλες, θα το αξιοποιούσαν οι αμιγούς εμπορίου, οι ανώνυμες και οι μεγαλύτερες (σε σχέση με τον αριθμό του προσωπικού) εταιρείες.
Οι δύο πιο σημαντικοί λόγοι που θα προχωρούσαν σε ένα νέο δάνειο αυτή την περίοδο, θα ήταν ισομερώς για την εξόφληση / ρύθμιση των οφειλών και για την ανάπτυξη της επιχείρησης. Οι επιχειρηματίες περιμένουν από την κυβέρνηση μέτρα στήριξης για την ρύθμιση των οφειλών τους, κυρίως μεγαλύτερο κούρεμα οφειλών δημοσίου (43%), περισσότερες δόσεις (23%) και επιδότηση ενοικίου (14%).