Σε διαδικασία προετοιμασίας για τις συνεδριάσεις των Fed και ΕΚΤ την επόμενη εβδομάδα είναι οι αγορές, με τους αναλυτές να εμφανίζονται βέβαιοι ότι και οι δύο τράπεζες θα προχωρήσουν σε αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης.
Η υποχώρηση του πληθωρισμού τόσο στην ευρωζώνη όσο και στις ΗΠΑ αν και είναι σημαντική, δεν είναι τέτοιου μεγέθους ώστε να καθησυχάσει τους κεντρικούς τραπεζίτες, με τις εκτιμήσεις να τονίζουν ότι η επιστροφή του στο όριο του 2% που έχει τεθεί έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της.
Στην περίπτωση της ΕΚΤ, βάσει έρευνας που πραγματοποίησε το Bloomberg, η πλειοψηφία των αναλυτών εκτιμά ότι θα προχωρήσει σε συνεχείς αυξήσεις κατά 50 μονάδες βάσης έως και τον Μάιο, με το βασικό επιτόκιο να φθάνει στο 3,25% και να παραμένει σε αυτό το επίπεδο για ένα έτος, με τις πρώτες μειώσεις, το πιθανότερο κατά 25 μονάδες βάσης, να αρχίζουν όχι νωρίτερα από τον Ιούνιο του 2024.
Υπέρ της εκτίμησης ότι η αύξηση στη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 2 Φεβρουαρίου θα είναι 50 μονάδων βάσης τάσσεται σε σημερινή έκθεσή της και η ING, ενώ τονίζει ότι ο κύκλος αυξήσεων της ΕΚΤ θα έχει σημαντική επιβραδυντική επίδραση στην οικονομία κατά τη διάρκεια του 2023.
Το Bloomberg σημειώνει ότι τόσο η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ όσο και τα «γεράκια» της τράπεζας έχουν ξεκαθαρίσει ότι οι αυξήσεις κατά 50 μονάδες θα συνεχιστούν τόσο τον Φεβρουάριο όσο και τον Μάρτιο. Ο πληθωρισμός μπορεί να έχει υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό, αλλά παραμένει πολύ πιο κοντά στο 10% παρά στον στόχο της ΕΚΤ για 2%. Οι αξιωματούχοι, εν τω μεταξύ, στρέφουν την προσοχή τους στον δομικό δείκτη που δεν περιλαμβάνει το κόστος των τροφίμων και της ενέργειας και ο οποίος σημείωσε ρεκόρ τον Δεκέμβριο.
«Η μεγαλύτερη πρόκληση για το Διοικητικό Συμβούλιο θα είναι να εξισορροπήσει το γεγονός ότι ο γενικός πληθωρισμός μειώνεται τώρα και μπορεί να αποκλιμακωθεί αρκετά γρήγορα λόγω των χαμηλότερων τιμών της ενέργειας, με το γεγονός ότι ο πυρήνας του πληθωρισμού εξακολουθεί να αυξάνεται», εκτιμούν αναλυτές της Credit Suisse.
Ενώ η οικονομία ακολουθεί πορεία καλύτερη από την αναμενόμενη, λόγω και της «βουτιάς» στο φυσικό αέριο, αλλά και των προγραμμάτων στήριξης, τα 2/3 των συμμετεχόντων στην έρευνα συνεχίζουν να προβλέπουν ότι η ευρωζώνη θα διολισθήσει σε ύφεση φέτος, με εκτιμήσεις για συρρίκνωση από -0,3% έως και -1,4%.
Αλλά αυτό δεν θα σταματήσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι οποίοι εδώ και καιρό υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε ύφεση θα είναι επιφανειακή χωρίς να μειώνει σημαντικά τις τιμές, από το να συνεχίσουν να αφαιρούν τη στήριξη.
Παράλληλα η ΕΚΤ πρόκειται να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες την επόμενη εβδομάδα σχετικά με τα σχέδια συρρίκνωσης του χαρτοφυλακίου ομολόγων της ύψους 5 τρισ. ευρώ από τον Μάρτιο. Η διαδικασία θα ξεκινήσει με τους αξιωματούχους να αφήνουν κάποιο χρέος να ωριμάσει, αντί να επανεπενδύουν τα έσοδα όπως κάνουν τώρα. Οι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι ένα αρχικό ανώτατο όριο στις μετακυλίσεις -που έχει οριστεί στα 15 δισ. ευρώ τον μήνα έως τον Ιούνιο- θα αυξηθεί κατά 5 δισ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο και πάλι γύρω στην αλλαγή του έτους, διατηρώντας σταθερά τα 25 δισ. ευρώ έως το 2024. Ένα τρίτο μπορεί να προβλέψει άμεσες πωλήσεις ομολόγων κάποια στιγμή στο μέλλον.
Ελ Εριάν: Γιατί η Fed πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια
Υπέρ της άποψης ότι η Fed εάν επιθυμεί τόσο να πατάξει τις πληθωριστικές πιέσεις όσο και να διατηρήσει την αξιοπιστία της, θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης τάσσεται σε άρθρο του στο Bloomberg, ο οικονομολόγος Μ. Ελ Εριάν, κορυφαίος οικονομικός σύμβουλος του ομίλου Allianz.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι αρκετοί αναλυτές αλλά και επενδυτές έχουν προεξοφλήσει μία χαλάρωση στον ρυθμό αύξησης, με υποχώρηση στις 25 μονάδες βάσης, αλλά δεν φαίνεται να κατανοούν πλήρως τα μηνύματα που στέλνουν τα στελέχη της τράπεζας και που δείχνουν ότι ο ρυθμός μπορεί να μην χαλαρώσει και ταυτόχρονα ότι οι μειώσεις επιτοκίων αργούν αρκετά.
Όπως αναφέρει, «αν και είναι αλήθεια ότι η Fed περπατάει μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, είναι επίσης αλήθεια ότι ο χρόνος έχει σημασία. Η Fed δεν έχει όσο χρόνο επιθυμεί. Πράγματι, έχοντας ήδη μείνει δύο φορές πίσω -στην κατανόηση του τρέχοντος πληθωριστικού φαινομένου και στην αντίδραση σε αυτό- περαιτέρω κακή διαχείριση του χρόνου που έχει στη διάθεσή της θα ήταν επιζήμια όχι μόνο για την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας και τη μελλοντική αποτελεσματικότητα της πολιτικής της, αλλά επίσης, πράγμα σημαντικό, για την ευημερία της αμερικανικής και της παγκόσμιας οικονομίας».