Την εκτίμηση ότι η ΕΚΤ το επόμενο χρονικό διάστημα θα προχωρήσει σε πιο «λογικές αυξήσεις επιτοκίων» εξέφρασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξή του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η επόμενη αύξηση, τον Δεκέμβριο, δεν θα είναι κατά 0,75%, αλλά κατά 0,50%.
Μιλώντας στον δημοσιογράφο Ν. Φιλιππίδη, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε εκτενώς στις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των αιτιών του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη, προσθέτοντας παράλληλα ότι μόνο η νομισματική πολιτική δεν φθάνει για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Σημείωσε ακόμη ότι η Ευρώπη άργησε αρκετά να αντιμετωπίσει το θέμα της ενεργειακής κρίσης και προσέθεσε ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να στηριχθεί από τις ενέργειες τόσο των υπ. Οικονομικών, όσο και των υπ. Ενέργειας της ευρωζώνης.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό υπογράμμισε ότι στην ευρωζώνη προέρχεται από το αυξημένο κόστος ενέργειας, ενώ αντίθετα στις ΗΠΑ οφείλεται στη ζήτηση. Όπως τόνισε, «είναι πολύ δύσκολο το πρόβλημα, διότι δεν είναι πληθωρισμός ζήτησης. Δεν είναι δηλαδή υπερβάλλουσα ζήτηση στην Ευρώπη η οποία θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί από τη Νομισματική Πολιτική.
Είναι πληθωρισμός κόστους ή και ακόμα χειρότερα είναι πληθωρισμός εισαγόμενου κόστους λόγω της ενέργειας. Η Ευρώπη είναι μεγάλος εισαγωγέας, καθαρός εισαγωγέας ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι έχει υποστεί μια πολύ μεγάλη χειροτέρευση των όρων εμπορίου. Δηλαδή, οι τιμές των εισαγομένων πρώτων υλών, κυρίως πετρελαίου, φυσικού αερίου, σε σχέση με τα εξαγώγιμα προϊόντα μας, τα ευρωπαϊκά. Αυτή η σχέση έχει χειροτερεύσει πάρα πολύ.
Αυτό ήδη μας κοστίζει 500 δισεκατομμύρια, γύρω στο 3% με 4% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Αυτό λοιπόν κάνει το πρόβλημα στην Ευρώπη πολύ χειρότερο από το πρόβλημα στην Αμερική. Στην Αμερική σε μεγάλο βαθμό είναι πληθωρισμός ζήτησης. Δηλαδή εκεί υπήρξε ένα μεγάλο δημοσιονομικό πακέτο, το πακέτο Μπάιντεν, βλέπεις και η αγορά εργασίας τσίτωσε. Στην Ευρώπη δεν τα έχουμε αυτά ακόμα.
Στην Ευρώπη είναι καθαρά πληθωρισμός κόστους, ο οποίος μάλιστα προέρχεται από την ενέργεια. Δεν μπορεί να κάνει πολλά η νομισματική πολιτική σε αυτό. Αυτό που προσπαθεί να κάνει η νομισματική πολιτική είναι να κρατήσει τις προσδοκίες προσγειωμένες στο 2% που ευτυχώς μέχρι τώρα φαίνεται ότι με τα metrics που έχουμε φαίνεται ότι κρατάμε το μεσομακροπρόθεσμο πληθωρισμό στο 2%. Και επίσης φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, να κρατάμε τις μισθολογικές απαιτήσεις σε επίπεδο που να είναι συνεπές με πληθωρισμό 2% μεσομακροπρόθεσμα».
Πιο ισχυρές οι τράπεζες
Σε ό,τι αφορά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, επανέλαβε ότι είναι πολύ πιο ισχυρό από ότι ήταν την περίοδο της κρίσης, ενώ εκτίμησε ότι μπορεί να υπάρξουν συγχωνεύσεις μεταξύ των μικρότερων τραπεζών.
«Οι τράπεζες σήμερα είναι σε πολύ καλύτερη θέση από την αρχή της κρίσης, που είχαμε τη μεγάλη έκρηξη των κόκκινων δανείων, είμαστε όλοι πολύ πιο προσεκτικοί, οι επόπτες, το κράτος έδωσε τεράστια βοήθεια στις τράπεζες με το σχέδιο «Ηρακλής». Δηλαδή πήρε πάνω του με κρατικές εγγυήσεις τα κόκκινα δάνεια. Υπάρχουν τεχνικές που τα μειώνουν.
Σαφώς αύξηση των κόκκινων δανείων θα έχουμε. Όταν έχεις συνδυασμό αύξησης των δόσεων λόγω αύξησης των επιτοκίων, δηλαδή θα ανέβει και η δόση του στεγαστικού, θα ανέβουν και οι δόσεις στις επιχειρήσεις που χρωστάνε χρήματα στις τράπεζες. Έχεις και την αύξηση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία δεν είναι μεγάλη βέβαια, γιατί το κράτος ειδικά στην Ελλάδα έχει δώσει πολύ μεγάλη βοήθεια, αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Ελπίζουμε δηλαδή όταν σταματήσει, να έχει σταματήσει και ο πόλεμος.
Αυτό όμως σημαίνει ότι ορισμένα κόκκινα δάνεια θα τα έχουμε. Εμείς δεν θεωρούμε ότι θα είναι δραματική αύξηση. Και πιστεύω ότι γύρω στο ’24 θα συγκλίνουν τα «κόκκινα» δάνεια τα ελληνικά ως ποσοστό με το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Από το ’24. Ακόμα είμαστε αρκετά πάνω.
Αυτή τη στιγμή, από πλευράς συστημικών Τραπεζών, είμαστε το πιο συγκεντρωμένο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Δεν μπορεί να μειωθούν περισσότερο οι συστημικές. Έχουμε αρκετούτσικες μη συστημικές, συνεταιριστικές, την Attica, εκεί θα μπορέσουν να γίνουν συγχωνεύσεις, βεβαίως. Θα μπορέσουν να γίνουν συγχωνεύσεις, αφού όμως πρώτα ενδυναμωθούν κεφαλαιακά και λέγαμε, όταν τελειώσει ο κορονοϊός με το καλό, συμφωνήσαμε με τον SSM όλες οι μη συστημικές Τράπεζες στην Ευρώπη να προχωρήσουν και αυτές σε αυξήσεις κεφαλαίου, ούτως ώστε ν’ αυξήσουμε λίγο τον ανταγωνισμό στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Η Ελλάδα χρειάζεται αυτό τον ανταγωνισμό, διότι ο βαθμός συγκέντρωσης είναι τεράστιος».
Προέβλεψε ακόμη ότι οι ελληνικές τράπεζες το επόμενο διάστημα θα προχωρήσουν σε αυξήσεις επιτοκίων καταθέσεων, καθώς θα είναι κατά κάποιον τρόπο «υποχρεωμένες» να το πράξουν λόγω και ανταγωνισμού, ενώ ξεκαθάρισε ότι η ΤτΕ δεν έχει τη δυνατότητα να καθορίσει την πολιτική των τραπεζών σε αυτό το ζήτημα και εν γένει στον τρόπο λειτουργίας τους.