Τη σημαντική βελτίωση των μεγεθών των ελληνικών τραπεζών υπογράμμισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας που τόνισε ότι έχουν καταφέρει να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια κατά 90% πλησιάζοντας περισσότερο τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Παράλληλα ο κ. Στουρνάρας εξέφρασε την αισιοδοξία του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνοντας πως πρέπει να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στο Δημόσιο.
Όπως ανέφερε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος στο περιοδικό Global Finance, «τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Οι τράπεζες κατόρθωσαν να μειώσουν το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) τους κατά περίπου 90% και σήμερα ο δείκτης ΜΕΔ τους βρίσκεται πιο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ.
Η βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, σε συνδυασμό με την άνοδο των επιτοκίων και τη συγκράτηση του κόστους των τραπεζών, επηρέασε θετικά την κερδοφορία τους, με το δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (RoE) τους να διαμορφώνεται σε διψήφια επίπεδα το 2023. Η υψηλότερη κερδοφορία και οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι τράπεζες για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση έχουν αυξήσει την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν άφθονη ρευστότητα, χάρη στην ισχυρή καταθετική τους βάση και την πρόσβασή τους στις αγορές κεφαλαίων. Έχοντας εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους, οι ελληνικές τράπεζες μπόρεσαν να επιτελέσουν εκ νέου το διαμεσολαβητικό τους ρόλο στην οικονομία».
Για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι «για το 2023, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,2%, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ και της πιο ήπιας αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Για το 2024, προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 3%.
Αυτή η βελτιωμένη επίδοση μπορεί να επιτευχθεί υπό την προϋπόθεση ότι η υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων που χρηματοδοτούνται από το RRF θα προχωρήσει σύμφωνα με τον προγραμματισμό, ότι η γεωπολιτική κρίση δεν θα κλιμακωθεί και ότι η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής δεν θα αφήσει μόνιμο τραύμα στην οικονομία της ευρωζώνης».
Επισήμανε επίσης ότι «ο γενικός πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 3,8% για το 2024 (έναντι 4,3% το 2023 και 9,3% το 2022), αντανακλώντας τη διατήρηση ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων από τις τιμές των ειδών διατροφής, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών. Θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία μαρτυρούν και οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου».
Για τις αλλαγές που χρειάζεται η ελληνική οικονομία, ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως «Θα ήθελα να ήταν δυνατόν να αλλάξουμε το δημόσιο τομέα ώστε να ανταποκρίνεται στα υψηλότερα δυνατά διεθνή πρότυπα. Αυτό προϋποθέτει την αντιμετώπιση χρόνιων εγγενών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης (π.χ. μεταβιβάσεις ακινήτων, χωροταξικός σχεδιασμός, ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου, ψηφιακός μετασχηματισμός των δημόσιων υπηρεσιών).
Επίσης άλλα προβλήματα προς επίλυση είναι η υστέρηση σε βασικές υποδομές, η ανεπαρκής καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, οι ελλείψεις στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία ‒ έρευνα ‒ καινοτομία) και η ανεπαρκής σύνδεση των πανεπιστημιακών σπουδών με τις δεξιότητες που χρειάζεται η πραγματική οικονομία. Αυτές οι αδυναμίες βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα και δημιουργούν αντικίνητρα για επενδύσεις».