Άλματα προόδου έκανε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια στην ευκολία ίδρυσης επιχειρήσεων και πλέον κατατάσσεται από την Παγκόσμια Τράπεζα στις κορυφαίες χώρες της Ευρώπης, ενώ στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν η ίδρυση μιας επιχείρησης ήταν μια βασανιστική και δαπανηρή υπόθεση.
Σύμφωνα με την έκθεση Doing Business in the European Union 2020 της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπου αξιολογείται το επιχειρηματικό περιβάλλον σε 24 πόλεις της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας και αντιπαραβάλλεται με τα ευρήματα της ετήσιας έκθεσης Doing Business για 187 άλλες οικονομίες, οι μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών έχουν κάνει εξαιρετικά απλή και φθηνή τη διαδικασία ίδρυσης μιας εταιρείας στην Ελλάδα.
«Η Ελλάδα», σημειώνεται στην έκθεση, «ρυθμίζει την ίδρυση νέας επιχείρησης μέσα από μόλις τρεις διαδικασίες. Μόνο τέσσερις άλλες χώρες της Ε.Ε. -Εστονία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Σλοβενία- επιτυγχάνουν την ίδια απλούστευση διαδικασιών».
Ο χρόνος αναμονής για την ίδρυση μιας επιχείρησης έχει μειωθεί σε περίπου τέσσερις ημέρες, ενώ οι επιχειρηματίες πληρώνουν για την ίδρυση ποσό που αντίστοιχε σε ποσοστό μόλις 1,5% του κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Ελλάδα, λιγότερο από το μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Με 250 ευρώ, ή και λιγότερα, εάν η καταχώρηση στο μητρώο γίνει ηλεκτρονικά, ένας επιχειρηματίας μπορεί να καταχωρήσει στο εμπορικό μητρώο μια εταιρεία, χωρίς να χρησιμοποιήσει υπηρεσίες επαγγελματιών (λογιστών, δικηγόρων κ.α.). Βάσει του νόμου, για την ίδρυση μιας Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (ΙΚΕ) το ελάχιστο απαιτούμενο κεφαλαίο είναι το συμβολικό ποσό του 1,1 ευρώ.
Όπως φαίνεται στο γράφημα από την έκθεση (αφορά τις πόλεις Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Ηράκλειο, Αλεξανδρούπολη) στον αριθμό διαδικασιών και οι έξι ελληνικές πόλεις που εξετάσθηκαν βρίσκονται στην κορυφαία θέση της Ευρώπης (μόλις τρεις διαδικασίες). Στο χρόνο ολοκλήρωσης της διαδικασίας, η Αλεξανδρούπολη είναι κορυφαία στην Ευρώπη με τρεις ημέρες και ακολουθούν οι άλλες πέντε ελληνικές πόλεις με τέσσερις. Στο κόστος, η Ελλάδα είναι πολύ κοντά στην κορυφή, την οποία καταλαμβάνουν (με μηδενικό κόστος) η Σλοβενία και το Ην. Βασίλειο.
Το κόστος ίδρυσης εταιρείας
Το κακό παρελθόν
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η διαδικασία ίδρυσης εταιρείας στην Ελλάδα δεν ήταν εξίσου εύκολη στο παρελθόν. Χρειαζόταν επίσκεψη σε πολλές δημόσιες υπηρεσίες για την ολοκλήρωση 15 διαφορετικών διαδικασιών, συμπλήρωση πολλών εντύπων, αναμονή ενός μήνα και έξοδα που συνολικά ξεπερνούσαν το 20% του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Επιπλέον, χρειαζόταν να κατατεθεί στην τράπεζα ως κεφάλαιο ποσό που ξεπερνούσε το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα.
Οι αλλαγές άρχισαν από το 2008, με το ν. 3661/2008, ενώ από το 2011 καθιερώθηκε το ηλεκτρονικό μητρώο, ΓΕΜΗ, που διασύνδεσε αρκετές δημόσιες υπηρεσίες. Το 2012, καθιερώθηκε η νέα, απλή και ευέλικτη εταιρική μορφή της ΙΚΕ, με ελάχιστο κεφάλαιο 1 ευρώ, ενώ το 2014 μειώθηκαν εκ νέου τα κόστη καταχώρησης στο μητρώο.
Η βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών ανάμεσα στο υπ. Οικονομικών και στο Επιμελητήριο οδήγησε στην κατάργηση της υποχρέωσης αναζήτησης φορολογικής ενημερότητας από το 2016. Από το 2018, άνοιξε για το κοινό η πρόσβαση στην πλατφόρμα του ΓΕΜΗ και σήμερα ένας επιχειρηματίας μπορεί να έχει πρόσβαση στο μητρώο χρησιμοποιώντας τους κωδικούς του από το φορολογικό σύστημα (Taxis). Η καταχώρηση εταιρείας γίνεται χωρίς ο ενδιαφερόμενος να φύγει από το γραφείο του, ή να διακινήσει έγγραφα, τονίζεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Για την περαιτέρω απλοποίηση, οι αναλυτές της Παγκόσμιας Τράπεζας προτείνουν να καταργηθούν οι ξεχωριστοί κωδικοί που δίνονται από διαφορετικές υπηρεσίες σε κάθε νέα επιχείρηση και να καθιερωθεί ένας μοναδικός κωδικός ταυτοποίησης μιας εταιρείας, βάσει του οποίου θα γίνεται η ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα σε διαφορετικές δημόσιες υπηρεσίες. Αυτή η πρακτική ήδη ακολουθεί στη γειτονική Βουλγαρία, όπου το αντίστοιχο ΓΕΜΗ δημιουργεί ένα μοναδικό κωδικό ταυτοποίησης κάθε εταιρείας για όλους τους σκοπούς: φορολογικούς, ασφαλιστικούς, στατιστικούς κ.ο.κ.
Πώς θα κερδίζαμε 18 θέσεις στην κατάταξη
Συγκρίνοντας την ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας στις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις, η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας καταλήγει σε ένα εντυπωσιακό συμπέρασμα: Εάν η Αθήνα υιοθετούσε τις πρακτικές των άλλων πόλεων που επιτυγχάνουν τις καλύτερες επιδόσεις σε κάθε έναν από τους δείκτες αξιολόγησης, η συνολική κατάταξη της χώρας στην φετινή έκθεση Doing Business 2020 θα προέκυπτε βελτιωμένη κατά 18 θέσεις, ήτοι στην 61η θέση μεταξύ των 190 χώρων που αξιολογήθηκαν.
Τα ευρήματα της έκθεσης δείχνουν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις ρυθμιστικές επιδόσεις για τους άλλους τέσσερις τομείς που αξιολογήθηκαν, εκτός από την ίδρυση επιχειρήσεων: τη διεκπεραίωση διαδικασιών για την χορήγηση οικοδομικής άδειας, την ηλεκτροδότηση, την καταχώρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και την εκτέλεση συμβάσεων.
Για παράδειγμα, ο χρόνος εκδίκασης μιας εμπορικής διαφοράς στο πρωτοδικείο κυμαίνεται από έναν χρόνο και οκτώ μήνες στη Θεσσαλονίκη έως κάτι λιγότερο από τέσσερα χρόνια στην Αθήνα. Οι εργολάβοι στη Λάρισα μπορούν να λάβουν τις απαραίτητες άδειες για την κατασκευή μιας αποθήκης και τη σύνδεσή της με τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας σε λιγότερο από 5 μήνες, ενώ οι συνάδελφοί τους στο Ηράκλειο πρέπει να περιμένουν το διπλάσιο χρόνο, σύμφωνα με την έκθεση.
«Η ελληνική κυβέρνηση σημειώνει πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορά στην επιχειρηματικότητα. Οι άνισες επιδόσεις μεταξύ των πόλεων υποδεικνύουν ότι υπάρχει ακόμα μεγάλο περιθώριο βελτίωσης για καλύτερα αποτελέσματα στην ανταγωνιστικότητα», δήλωσε ο Arup Banerji, Περιφερειακός Διευθυντής της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από τις έξι πόλεις αναφοράς στην Ελλάδα -την Αθήνα, την Αλεξανδρούπολη, το Ηράκλειο, τη Λάρισα, την Πάτρα και τη Θεσσαλονίκη- καμία δεν υπερέχει και στους πέντε δείκτες βάσει των οποίων γίνεται η αξιολόγηση. Για παράδειγμα, η σύσταση μιας επιχείρησης είναι ευκολότερη στην Αλεξανδρούπολη και η διαδικασία χορήγησης οικοδομικής άδειας είναι πιο εύκολη στη Λάρισα. Η Πάτρα κατατάσσεται στην κορυφή ως προς το ζήτημα της ηλεκτροδότησης και της καταχώρησης περιουσιακών στοιχείων, αλλά υπολείπεται όσον αφορά στις διαδικασίες χορήγησης οικοδομικής άδειας και στην εκτέλεση των συμβάσεων. Η Θεσσαλονίκη ξεχωρίζει για τις επιδόσεις της στην εκτέλεση των συμβάσεων και κατέχει κορυφαία θέση ως προς τη χορήγηση οικοδομικών αδειών, αλλά κατατάσσεται τελευταία όσον αφορά στην ηλεκτροδότηση.