Πόσο πιθανό είναι να αυξηθούν τα επιτόκια του ευρώ πρόωρα, μέσα στο 2022, επειδή ο πληθωρισμός θα έχει ξεφύγει από τον έλεγχο; Αυτό το κρίσιμο ερώτημα, ιδιαίτερα για τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, δεν απαντήθηκε χθες από την Κριστίν Λαγκάρντ με τρόπο που να έπεισε την αγορά χρήματος της ευρωζώνης, η οποία, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις από την ΕΚΤ, εξακολουθεί να προεξοφλεί μια αύξηση επιτοκίων πριν το τέλος του επόμενου χρόνου.
Η ΕΚΤ βρίσκεται σε μια εντελώς ασυνήθιστη αντιπαράθεση με τη χρηματαγορά, η οποία μοιάζει να μην λαμβάνει υπόψη την καθοδήγηση της κεντρικής τράπεζας για τη νομισματική πολιτική και τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό, προεξοφλώντας ότι οι διαβεβαιώσεις για διατήρηση της εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής θα αποδειχθούν κενό γράμμα, καθώς ο πληθωρισμός θα επιβάλει και στην ΕΚΤ να αυξήσει μέσα στο 2022 τα επιτόκια, ακολουθώντας την ίδια πορεία με άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως η Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας.
Τα επιτόκια της χρηματαγοράς στην ευρωζώνη ενσωμάτωναν ήδη την προοπτική αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 0,10% - 0,20% μέσα στο 2022 και οι χθεσινές δηλώσεις της Κρ. Λαγκάρντ μετά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου δεν έπεισαν τους συντελεστές της αγοράς να αναθεωρήσουν αυτά τα στοιχήματα. Τα επιτόκια τριμήνου του ευρώ βρέθηκαν σε υψηλότερο επίπεδο μετά τη συνέντευξη της προέδρου της ΕΚΤ, ενώ, όσο μιλούσε, η απόδοση των ιταλικών 10ετών ομολόγων έφθασε στο υψηλό της χθεσινής ημέρας, στο 1,038%. Ανοδικά κινήθηκε και η απόδοση του ελληνικούς 10ετούς, κλείνοντας τις συναλλαγές στο 1,064%.
Πολλοί σχολιαστές ανέφεραν ότι η Λαγκάρντ είχε χθες αρκετές ευκαιρίες στη συνέντευξη Τύπου να δηλώσει με κατηγορηματικό τρόπο ότι η ΕΚΤ διαφωνεί με τις εκτιμήσεις της αγοράς για τα επιτόκια, αλλά δεν το έκανε. Όταν ρωτήθηκε αν θεωρεί ότι η αγορά προτρέχει στις προβλέψεις της για τα επιτόκια, η πρόεδρος της ΕΚΤ απέφυγε έναν ευθύ σχολιασμό, λέγοντας: «Δεν είναι δική μου δουλειά να το πω αυτό» ("not for me to say"). Η τοποθέτησή της εκλήφθηκε από πολλούς ως μια δήλωση που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές στη συνέντευξη Τύπου η πρόεδρος της ΕΚΤ προσπάθησε να εξηγήσει με σαφή τρόπο γιατί ο πληθωρισμός δεν προβλέπεται να ξεφύγει από το όριο του 2% μεσοπρόθεσμα (την προσεχή τριετία), άρα δεν θα υπάρξει και λόγος να αυξηθούν τα επιτόκια.
Σχολιαστές, όπως ο Μαρκ Τζίλμπερτ στο "Bloomberg", άσκησαν σκληρή κριτική στη Λαγκάρντ για αυτή τη δήλωση. Όπως έγραψε ο Τζίλμπερτ, μπορεί να μην ήταν τόσο καταστροφική όσο η δήλωση που είχε κάνει τον Μάρτιο του 2020 («δεν είμαστε εδώ για να μειώνουμε τα spread», είχε αναφέρει, προκαλώντας μαζικές πωλήσεις ιταλικών ομολόγων), αλλά η διστακτικότητά της δεν βοήθησε να αντιστραφεί η άνοδος των διατραπεζικών επιτοκίων, αντίθετα έριξε λάδι στη φωτιά. Πάντως, όπως εξήγησε το "Bloomberg" σε άλλο δημοσίευμα, η Λαγκάρντ απέφυγε τη δημόσια αντιπαράθεση με την αγορά επειδή αυτό ακριβώς της είχαν συστήσει τα μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ.
Τα «στρατόπεδα» για τον πληθωρισμό
Πέρα από τις κινήσεις τακτικής έναντι των αγορών, το μείζον ζήτημα αυτής της περιόδου είναι ότι έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση οι προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό. Αυτό όχι μόνο ενέχει τον κίνδυνο τραυματισμού της αξιοπιστίας της ΕΚΤ, εάν αποδειχθεί ότι έκανε λάθος, αλλά δημιουργεί συνθήκες αστάθειας στις αγορές χρήματος, όπου τα επιτόκια θα παραμένουν υψηλότερα από όσο επιθυμεί η ΕΚΤ για να υποστηρίξει την ανάκαμψη της ευρωζώνης, τουλάχιστον όσο θα διαρκεί αυτή η αμφισβήτηση.
Όπως προκύπτει και από τις χθεσινές δηλώσεις της Κρ. Λαγκάρντ, η ΕΚΤ εξακολουθεί να θεωρεί ότι η έξαρση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη έχει προσωρινό/μεταβατικό χαρακτήρα. Όπως είπε, υπάρχει μια ανισορροπία προσφοράς - ζήτησης στο περιβάλλον ανάκαμψης των οικονομιών μετά την πανδημία, αλλά η αγορά θα αποκαταστήσει μέσα στους επόμενους μήνες αυτή την ανισορροπία. Οι υψηλές τιμές ενέργειας, που ευθύνονται για το ήμισυ της αύξησης του πληθωρισμού, θα αποκλιμακωθούν από τους πρώτους μήνες του 2022, όπως εκτιμά η ΕΚΤ. Επιπλέον, από τις αρχές του 2022 θα πάψει να υπάρχει η στατιστική επιβάρυνση του πληθωρισμού κατά 0,50%, ως αποτέλεσμα της μείωσης του ΦΠΑ στη Γερμανία το 2020.
Η Λαγκάρντ αναγνώρισε, πάντως, ότι πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για περισσότερο διάστημα από όσο ανέμενε αρχικά η ΕΚΤ, χωρίς όμως αυτό να αλλάζει τη βασική πρόβλεψη πως θα παραμείνει κάτω από τον στόχο μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός θα αυξηθεί σε 2,2% φέτος, δηλαδή πάνω από τον στόχο του 2%, κάτι που δεν δημιουργεί θέμα για τα επιτόκια, αφού πλέον είναι επιτρεπτή μια προσωρινή υπέρβαση του ορίου. Το 2022, όμως, θα αποκλιμακωθεί στο 1,7% και το 2023 θα υποχωρήσει στο 1,5%. Ο μόνος σοβαρός κίνδυνος που η Λαγκάρντ αναγνώρισε ότι είναι υπαρκτός και θα παρακολουθείται στενά από την κεντρική τράπεζα θα προερχόταν από ενδεχόμενες αυξήσεις των μισθών σε βαθμό που θα άνοιγαν έναν φαύλο κύκλο πληθωριστικών πιέσεων.
Τι φοβάται η αγορά
Όμως, οι αγορές δυσκολεύονται να... καταπιούν αυτή την ανάλυση, τη στιγμή μάλιστα που βλέπουν ότι άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης βρίσκονται σε πληθωριστική «πολιορκία» και οι κεντρικοί τραπεζίτες αναγνωρίζουν την ανάγκη για «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής. Σε σχετικές ερωτήσεις, η Λαγκάρντ απέφυγε οποιαδήποτε σύγκριση με τις ΗΠΑ ή τη Μ. Βρετανία, λέγοντας ότι είναι διαφορετικές οι συνθήκες στις οικονομίες σε σχέση με την ευρωζώνη.
Η αγορά, όμως, εξακολουθεί να είναι δύσπιστη, καθώς ο πληθωρισμός και στην ευρωζώνη κινείται με τρόπο που ξεπερνά όλες τις προηγούμενες εκτιμήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία ο πληθωρισμός έφθασε το 4,6% τον Οκτώβριο, με μισή μονάδα αύξηση σε σχέση με τον Σεπτέμβριο, η οποία ξεπέρασε τις προβλέψεις των αναλυτών. Στην Ισπανία, ο πληθωρισμός ανέβηκε σε υψηλό τριών δεκαετιών, στο 5,5% και αυξήθηκε 1% περισσότερο από τις προβλέψεις. Σήμερα αναμένονται τα στοιχεία από τη Eurostat, που θα δείξουν αύξηση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη στο 3,7%, από 3,4% τον Σεπτεμβρίου, ποσοστό διπλάσιο από τον περασμένο Απρίλιο.
Με αυτά τα δεδομένα, η ανησυχία των αγορών για τον πληθωρισμό και μια αύξηση - έκπληξη στα επιτόκια το 2022 δεν φαίνεται να υπάρχει προοπτική να «σβήσει» άμεσα. Η αγορά χρήματος δύσκολα θα αφήσει τα επιτόκια να αποκλιμακωθούν και αυτό θα έχει αντανάκλαση στις αποδόσεις των ομολόγων των υπερχρεωμένων οικονομιών, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, που έχουν ένα πρόσθετο στοιχείο αβεβαιότητας στον ορίζοντα, καθώς τον Δεκέμβριο θα ληφθούν οι αποφάσεις της ΕΚΤ για την επόμενη φάση των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων, μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος για την πανδημία (PEPP), τον προσεχή Μάρτιο.
Το παιχνίδι εσωτερικών ισορροπιών
Το θέμα των προβλέψεων της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό και η εξαιρετικά χαλαρή στάση της στη νομισματική πολιτική έχει και μια σημαντική εσωτερική παράμετρο: αν αποδειχθούν άστοχες οι προβλέψεις και υποχρεωθεί η ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια πρόωρα το 2022, θα δικαιωθούν τα «γεράκια» του διοικητικού συμβουλίου, που διατηρούσαν ζωηρές επιφυλάξεις για τη γραμμή που έχει χαράξει ο επικεφαλής οικονομολόγος, Φίλιπ Λέιν, με τη σθεναρή υποστήριξη της Κριστίν Λαγκάρντ.
Παρά την αιφνίδια παραίτηση του Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη, Γιενς Βάιντμαν η αμφισβήτηση της πολιτικής της Λαγκάρντ δεν έχει σταματήσει στο εσωτερικό της ΕΚΤ, καθώς υπάρχουν κεντρικοί τραπεζίτες στο συμβούλιο με εξίσου ή περισσότερο αυστηρές θέσεις, όπως οι τραπεζίτες της Αυστρίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου, που φέρονται να τάσσονται υπέρ μιας πιο σκληρής νομισματικής πολιτικής για να αναχαιτισθεί ο πληθωρισμός.
Η Κρ. Λαγκάρντ, όταν ρωτήθηκε από Γερμανό δημοσιογράφο πώς σχολιάζει την παραίτηση Βάιντμαν από αγανάκτηση για την πολιτική του συμβουλίου της ΕΚΤ, αρκέσθηκε να πλέξει το εγκώμιο του απερχόμενου Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη και να διαψεύσει ότι αποχώρησε επειδή διαφωνούσε με την πολιτική της κεντρικής τράπεζας. Το επόμενο διάστημα, όπως εκτιμούν παρατηρητές των εξελίξεων στην ΕΚΤ, θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση, εάν αποδειχθεί ότι ήταν άστοχες οι προβλέψεις του Φίλιπ Λέιν για τον πληθωρισμό.