Διέψευσε τις προσδοκίες για μία ακόμη αναβάθμιση της Ελλάδας ο αμερικανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor's, ενώ προχώρησε χθες σε αναβάθμιση της Ιταλίας, επικαλούμενος μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τις αναπτυξιακές προοπτικές. Όπως εκτιμούν αναλυτές, ενώ οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης γενικά τηρούν θετική στάση έναντι της Ελλάδας, θα γίνουν όλο και πιο αυστηροί στη στάση τους, όσο πιο κοντά έρχεται η χώρα στην επενδυτική βαθμίδα.
Εξαρχής, η προσδοκία για αναβάθμιση στο χθεσινό «παράθυρο ευκαιρίας» που υπήρχε για μια νέα αξιολόγηση από την S&P ήταν μάλλον υπερβολική. Ήδη ο οίκος είχε εκπλήξει ευχάριστα τον Απρίλιο, όταν προχώρησε σε εκτός προγράμματος αναβάθμιση στο BB, δύο σκαλοπάτια κάτω από το investment grade, παρότι κρατούσε την προοπτική (outlook) του ελληνικού χρέους σταθερή, κάτι που σήμαινε ότι δεν αναμενόταν αναβάθμιση βραχυπρόθεσμα.
Εξηγώντας την απόφασή της για αναβάθμιση, η S&P είχε επικαλεσθεί τότε τις νέες προοπτικές ανάπτυξης που δημιουργεί για τη χώρα το επενδυτικό πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοσθεί τα προηγούμενα χρόνια. Η επόμενη αναβάθμιση θα μπορούσε να έλθει, όπως τόνιζε η S&P, ως αποτέλεσμα βελτίωσης των δημοσιονομικών μεγεθών ή μεγάλης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών.
Όσοι περίμεναν ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια νέα ευχάριστη έκπληξη από την S&P χθες το βράδυ βάσιζαν αυτή την αισιοδοξία κυρίως στη μεγάλη αλλαγή των προβλέψεων για την οικονομική ανάπτυξη του 2021. Σύμφωνα με τις προβλέψεις που έκανε η S&P τον Απρίλιο, ο ρυθμός ανάπτυξης φέτος προβλεπόταν στο 4,9%, ενώ πλέον το υπ. Οικονομικών, που έχει και την πλέον συντηρητική εκτίμηση, κάνει λόγο για ρυθμό 6,1%, ενώ άλλες προβλέψεις ανεβάζουν το ρυθμό πάνω από το 7% ή και πάνω από το 8% (ΙΟΒΕ).
Φαίνεται, όμως, ότι αυτό δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη από τους αναλυτές της S&P για να επηρεασθεί η κρίση τους σχετικά με την αξιολόγηση της χώρας. Κυρίως διότι η θετική αναπροσαρμογή των εκτιμήσεων για το 2021 συνοδεύεται από χαμηλότερες προβλέψεις για το 2022, με αποτέλεσμα συνολικά στη διετία 2021 - 2022 να μην υπάρχει ένα μεγάλο αναπτυξιακό «μπόνους», τόσο σημαντικό ώστε να επηρεάζει την αξιολόγηση. Άλλωστε, είναι πολύ νωρίς για να βγει «ετυμηγορία» για τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές, αφού θα πρέπει να φανεί πώς αξιοποιούνται τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και πόσο θα επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα η απόσυρση των κυβερνητικών μέτρων στήριξης και η επιστροφή σε μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική.
Το «τραύμα» του 2009 και η επενδυτική βαθμίδα
Η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα, που θα επιτρέψει στα ελληνικά ομόλογα να συμμετέχουν στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ με... το σπαθί τους, δηλαδή χωρίς κάποιο ειδικό waiver, και θα αλλάξει συνολικά την επενδυτική αξιολόγηση της χώρας από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, δεν θα είναι μια απλή υπόθεση, διότι, εκτός όλων των άλλων παραγόντων που θα λάβουν υπόψη τους οι οίκοι, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η Ελλάδα αποτελεί για τους οίκους μια ειδική περίπτωση στην ευρωζώνη και παγκοσμίως.
Οι οίκοι δεν ξεχνούν ότι, στη διάρκεια της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης της περιόδου 2008 - 2010, δύο ήταν οι περιπτώσεις όπου αστόχησαν δραματικά στις εκτιμήσεις τους, με αποτέλεσμα να περάσουν τη χειρότερη κρίση αμφισβήτησης του ρόλου τους: τα «τοξικά», όπως αποδείχθηκε, προϊόντα τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ και, αμέσως μετά, η αξιολόγηση του ελληνικού χρέους. Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα λάμβανε μέχρι και το 2009 αξιολόγηση υψηλής βαθμίδας ("A") και οι οίκοι κατηγορήθηκαν ότι άργησαν πολύ να καταλάβουν την πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας και να προειδοποιήσουν τους επενδυτές. Στη διάρκεια της κρίσης και μετά το PSI, η χώρα έπεσε στο "Selective Default - SD" (επιλεκτική αθέτηση).
Αυτό το μεγάλο «τραύμα» εξακολουθεί να επηρεάζει και σήμερα τη στάση των οίκων έναντι της Ελλάδας, ιδιαίτερα όσο η αξιολόγηση της χώρας πλησιάζει στην επενδυτική βαθμίδα, που αν δοθεί στη χώρα θα σημαίνει ότι οι οίκοι «ανάβουν πράσινο» για πολύ περισσότερες επενδύσεις στα ομόλογα και συνολικότερα στην ελληνική οικονομία. Κανένας οίκος δεν θα ήθελε να προσφέρει στην Ελλάδα το investment grade, χωρίς να έχει διασφαλίσει, στο μέτρο του δυνατού, ότι δεν θα ακολουθήσει κάποιο «ατύχημα», δημοσιονομικό ή τραπεζικό, που θα έθετε και πάλι υπό αμφισβήτηση την αξιολόγηση της χώρας και θα εξέθετε τους οίκους σε νέα αμφισβήτηση της επάρκειας ή της ακεραιότητάς τους.
Το «καμπανάκι» από την Scope Ratings
Σε αυτό το πλαίσιο και ενόψει των επόμενων αξιολογήσεων της χώρας από τη Moody's, τον επόμενο μήνα, και από την Fitch, τον Ιανουάριο, έχει ιδιαίτερη αξία το μήνυμα που πέρασε πριν λίγες εβδομάδες ο γερμανικός οίκος (μη αναγνωρισμένος ακόμη από την ΕΚΤ) Scope Ratings, ο οποίος πρώτα αναβάθμισε την αξιολόγηση, τον Σεπτέμβριο, και λίγο αργότερα εξέδωσε μια ανάλυση, για να καταδείξει ποια είναι τα μεγάλα εμπόδια στο δρόμο της Ελλάδας προς την επενδυτική βαθμίδα.
Όπως ανέφερε η Scope, σε μια ασυνήθιστα αυστηρή ανάγνωση των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα, η οποία όμως αντανακλά τους προβληματισμούς που έχουν και οι άλλοι οίκοι αξιολόγησης, για ξεπεράσει η χώρα τους περιορισμούς που έχει στην αύξηση της βαθμολογίας της θα πρέπει να μειώσει το αυξημένο χρέος, που αγγίζει το 200% του ΑΕΠ, να ανακεφαλαιοποιήσει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και να εξαλείψει τις διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες της.
Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, το δημόσιο χρέος θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι βρίσκεται σε πορεία σταθερής μείωσης, καθώς είναι πολύ υψηλό και εκθέτει τη χώρα σε κινδύνους σε περίπτωση επανεκτίμησης από τις αγορές της βιωσιμότητας του χρέους και των δημοσιονομικών προοπτικών, καθώς μάλιστα θα μειώνεται η υποστήριξη από την ΕΚΤ. Το τραπεζικό σύστημα, κατά την Scope, δεν είναι αρκετό να επιτύχει μείωση των εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά θα πρέπει και να ενισχύσει την κεφαλαιακή βάση του, που χαρακτηρίζεται από χαμηλή ποιότητα λόγω της μεγάλης συμμετοχής αναβαλλόμενων φόρων στα κεφάλαια. Επιπλέον, θα πρέπει να προχωρήσουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Τα στοιχήματα για το χρόνο αναβάθμισης
Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται σαφές ότι είναι πολύ πρόωρα τα αισιόδοξα στοιχήματα σχετικά με τον χρόνο αναβάθμισης της οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων. Θεωρητικά, υπάρχει η δυνατότητα μιας πολύ γρήγορης αναβάθμισης, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2022, όμως αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο μπορεί να ακούγεται και πάντα παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο να φθάσουμε ως τα τέλη του έτους ή και το 2023 για να πάρουμε... απολυτήριο από τους οίκους.
Από την πλευρά της κυβέρνησης θα απαιτηθεί να κάνει μια μεγάλη στροφή από τη χαλαρή δημοσιονομική πολιτική των επιδομάτων και λοιπών μέτρων στήριξης στη δημοσιονομική πειθαρχία, που αναμφίβολα δεν θα είναι ευχάριστη στο εκλογικό σώμα. Οποιεσδήποτε «σκιές» εμφανισθούν στις αξιολογήσεις της Ελλάδας από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς θα βαρύνουν ιδιαίτερα και στην αξιολόγηση των οίκων. Σημειώνεται ότι στη 12η αξιολόγηση, όπως έχει τονίσει ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, το δυσκολότερο σημείο θα είναι η νέα έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, ενώ στην πορεία ακολουθούν δύσκολες διαπραγματεύσεις με τους Θεσμούς για τα πρωτογενή πλεονάσματα της περιόδου από το 2023 και μετά.
Από τις τράπεζες, θα απαιτηθεί όχι μόνο να εφαρμόσουν την επιτυχημένη στρατηγική τους για τη μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων με τιτλοποιήσεις, αλλά και να αποδείξουν ότι μπορούν να επιτύχουν ικανοποιητική κερδοφορία και να ξεπεράσουν το πρόβλημα χαμηλής ποιότητας των κεφαλαίων που δημιουργείται από τους αναβαλλόμενους φόρους, είτε με την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου από τα κέρδη, ή και με αυξήσεις κεφαλαίου.
Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι απλό, αλλά θα απαιτήσει συνεχή και συνεπή προσπάθεια. Οι οίκοι αξιολόγησης εκπέμπουν το μήνυμα ότι, αν αστόχησαν δραματικά στην περίπτωση της Ελλάδας στο παρελθόν, δεν σκοπεύουν να επαναλάβουν το ίδιο λάθος στο μέλλον...