Ένα χρηματοπιστωτικό μηχανισμό για τη στήριξη των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος ενδέχεται να αποδειχθεί εξαιρετικά σημαντικός για την ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία, στήνει η κυβέρνηση με τα δάνεια μηδενικού επιτοκίου από το Ταμείο Ανάκαμψης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως υπολογίζει το υπ. Οικονομικών, από το 2021 μέχρι και το 2024 σχεδιάζεται να διοχετευθεί με αυτό το μηχανισμό ρευστότητα που αντιστοιχεί σε 5% του ΑΕΠ, δηλαδή σχεδόν σε 10 δισ. ευρώ.
Οι περισσότερες από τις κυβερνήσεις της Ευρώπης έχουν «σνομπάρει» τα δάνεια μηδενικού επιτοκίου από το Ταμείο Ανάκαμψης. Μόνο η Ελλάδα και η Ιταλία, προς το παρόν, έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την αξιοποίησή τους. Άλλες κυβερνήσεις δανείζονται με αρνητικά επιτόκια και δεν έχουν λόγο να πάρουν δάνεια μηδενικού επιτοκίου από το Ταμείο Ανάκαμψης, άλλες κρίνουν ότι δεν είναι σκόπιμο να αυξήσουν το ύψος του δημοσίου χρέους (σε αντίθεση με τις επιδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα δάνεια θα υπολογίζονται κανονικά στο δημόσιο χρέος).
Για την Ελλάδα, όμως, που εξακολουθεί να δανείζεται με θετικά μακροπρόθεσμα επιτόκια, τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν μια ευκαιρία που το οικονομικό επιτελείο δεν θέλει να αφήσει να πάει χαμένη. Μάλιστα, εάν εφαρμοσθεί κατά γράμμα το σχέδιο της κυβέρνησης (και αυτό είναι ένα μεγάλο «αν», καθώς δεν παύουν να υπάρχουν αρκετά στοιχεία αβεβαιότητας και ρίσκα εκτέλεσης), τα δάνεια αυτά μπορούν να κινητοποιήσουν πολύ μεγαλύτερους πόρους από αυτούς που θα κινητοποιήσουν οι επιδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης:
- Όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο που αφιερώνει το υπ. Οικονομικών στο Ταμείο Ανάκαμψης στο τελευταίο Πρόγραμμα Σταθερότητας που υποβλήθηκε στις Βρυξέλλες, τα δάνεια αντιστοιχούν σε ποσό 12,73 δισ. ευρώ ως το 2026 και αναμένεται να κινητοποιήσουν επενδυτικούς πόρους συνολικού ύψους 31,82 δισ. ευρώ. Δηλαδή, κάθε ευρώ δανείου θα φέρνει επενδύσεις περίπου 2,5 ευρώ, με τη μόχλευση που θα δημιουργούν τα ιδιωτικά κεφάλαια και τα δάνεια των τραπεζών.
- Στο σκέλος των επιδοτήσεων, η μόχλευση θα είναι πολύ μικρότερη, αφού υπολογίζεται ότι κάθε ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης θα φέρνει επενδύσεις 1,66 ευρώ. Συνολικά οι πόροι του Ταμείο Ανάκαμψης θα ανέλθουν σε 30,5 δισ. ευρώ και προβλέπεται να κινητοποιήσουν επενδύσεις 60 δισ. ευρώ.
Σχετικά με τα δάνεια μηδενικού επιτοκίου, το υπουργείο Οικονομικών επισημαίνει ότι στο χρονικό ορίζοντα αναφοράς του νέου Προγράμματος Σταθερότητας, δηλαδή έως το 2024, ένα ποσό που αντιστοιχεί σε 5% του ΑΕΠ θα κατευθυνθεί σε χρηματοπιστωτικά μέτρα παροχής ρευστότητας στον ιδιωτικό τομέα. Στο χρονικό ορίζοντα ως το τέλος των προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης, δηλαδή έως και το 2026, οι παροχές ρευστότητας θα φθάσουν το 6,5% του ΑΕΠ, όπως φαίνεται στον πίνακα:
Τα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης | ||||||
(ποσοστά % του ΑΕΠ 2019) | ||||||
2021 | 2022 | 2023 | 2024 | 2025 | 2026 | |
Εκταμιεύσεις από την Ε.Ε. | 1,4 | 1,4 | 1,1 | 1,1 | 1 | 0,5 |
Χρηματοοικονομικές συναλλαγές | 0,5 | 1,6 | 1,3 | 1,2 | 1,2 | 0,6 |
Οι κατηγορίες των έργων που θα χρηματοδοτηθούν μέσα από αυτό το μηχανισμό είναι πέντε:
- Πράσινη μετάβαση, Ψηφιακή μετάβαση, Εξωστρέφεια (εξαγωγικός προσανατολισμός), Καινοτομία, Οικονομίες Κλίμακος μέσα από τη μεγέθυνση των εταιρειών.
Τα δάνεια θα διοχετευθούν στον ιδιωτικό τομέα μέσα από τρία κανάλια:
- Διεθνείς Χρηματοπιστωτικοί Οργανισμοί, μεταξύ των οποίων η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης,
- Οι εμπορικές τράπεζες, ελληνικές και διεθνείς και
- Η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα που θα δημιουργήσει μια πλατφόρμα για την παροχή κεφαλαίων σε επιχειρήσεις.
Ουσιαστικά, εφόσον υλοποιηθεί το σχέδιο, θα καλυφθούν δύο μεγάλα κενά που υπάρχουν σήμερα, μετά τη δεκαετή κρίση, στη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων: αφενός θα δοθούν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες χρηματοδότησης νέων σχεδίων, τα οποία δυσκολεύονταν να χρηματοδοτήσουν οι τράπεζες, αφού τα δάνεια μηδενικού επιτοκίου από το Ταμείο Ανάκαμψης θα λειτουργούν σαν ένα «μαξιλάρι» για τον πιστωτικό κίνδυνο. Αφετέρου, θα δημιουργηθεί ένα υπολογίσιμο χρηματοπιστωτικό εργαλείο venture capital μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας, το οποίο θα παρέχει κεφάλαια για νέα επιχειρηματικά σχέδια, λαμβάνοντας συμμετοχή στις επιχειρήσεις.
Πάντως, όπως έχουν τονίσει κατ’ επανάληψη Έλληνες τραπεζίτες, πρόκειται για ένα σχέδιο που θα απαιτήσει τεράστια κινητοποίηση από τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες και το δημόσιο τομέα, καθώς θα χρειασθεί να εγκριθούν μέσα μια πολύ μικρή περίοδο όχι μόνο ένας πολύ μεγάλος αριθμός ιδιωτικών επενδύσεων, αλλά επενδύσεων με καινοτομικά χαρακτηριστικά και σε τομείς όπου ουδέποτε στο παρελθόν υπήρξαν στην Ελλάδα μαζικές επενδύσεις (πράσινη μετάβαση, ψηφιακή μετάβαση, μεγέθυνση επιχειρηματικών μονάδων). «Λεφτά για δάνεια θα υπάρχουν άφθονα, το ζητούμενο είναι να βρεθούν και οι σωστοί παραλήπτες», όπως λένε χαρακτηριστικά στελέχη τραπεζών.
Όσον αφορά τον κίνδυνο να εξελιχθεί και αυτό το πρόγραμμα σε ένα… ελληνικού τύπου σχέδιο παροχής «θαλασσοδανείων», αυτός φαίνεται ότι έχει περιορισθεί, καθώς η Κομισιόν έχει φροντίσει να υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες. Όχι μόνο θα παρακολουθείται στενά από τις Βρυξέλλες ο σχεδιασμός και οι εκταμιεύσεις των δανείων, αλλά θα υπάρχει και εκ του σύνεγγυς επίβλεψη από τους ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς οργανισμούς (ΕΤΕπ, EBRD), οι οποίοι θα έχουν την ευθύνη υλοποίησης πολλών προγραμμάτων, χρησιμοποιώντας τις ελληνικές τράπεζες ως τοπικούς εταίρους.