Μια από τις μεγαλύτερες επενδύσεις αστικής ανάπτυξης στην Ευρώπη είναι οι δύο ουρανοξύστες που θα στηθούν στο Ελληνικό, όμως οι όροι που έθεσε η Lamda Development αποθάρρυναν τη συμμετοχή ξένων επενδυτών, προβληματίζοντας πολλούς για την συνέχεια του έργου.
Πριν από λίγες εβδομάδες ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση των διαγωνισμών για την ανάπτυξη των δύο Πύργων -διαμερισμάτων και μεικτής χρήσης ξενοδοχείου και γραφειακών χωρών- στην έκταση του πρώην Ελληνικού. Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, σε 6-7 ανέρχονται οι μη δεσμευτικές προσφορές από εγχώριους αλλά και ξένους επενδυτές της αγοράς real estate, ενώ κάποιοι κάνουν λόγο για πάνω από δέκα προσφορές που κατατέθηκαν.
Καθώς η Lamda Development δεν έχει προχωρήσει σε επίσημη ανακοίνωση επί του θέματος, μένουμε στα ονόματα των εταιρειών που ακούγεται ότι συμμετείχαν στον διαγωνισμό, δηλαδή, κυρίως ελληνικές ΑΕΕΑΠ, όπως επίσης, και κάποιοι ξένοι «παίκτες», όπως ένας αμερικανικός όμιλος που ήδη δραστηριοποιείται στην Ελλάδα.
Παρά ταύτα, προκαλεί εντύπωση στην αγορά ο μικρός αριθμός των ξένων σχημάτων που συμμετείχαν στον συγκεκριμένο διαγωνισμό, όπως επίσης και στο έργο συνολικά. Πρόκειται για μια επένδυση που αποτιμάται συνολικά στα 8 δισ. ευρώ και η οποία θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ελληνική οικονομία για τις επόμενες δεκαετίες, αλλά οι «γίγαντες» του χώρου διεθνώς απουσιάζουν.
«Σε αυτή τη φάση, θα περίμενε κάποιος να δει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από τους μεγάλους επενδυτές για το έργο, όμως αυτό δεν συμβαίνει και είναι απογοητευτικό», τονίζουν κύκλοι της αγοράς.
Σίγουρα οι πολλαπλές καθυστερήσεις του έργου, μαζί με την οικονομική κρίση της χώρας, έχουν λειτουργήσει ανασταλτικά για τους διεθνείς επενδυτές, όπως φάνηκε με την αποχώρηση της κινέζικης Fosun και της Eagle Hills με έδρα το Άμπου Ντάμπι από το επενδυτικό σχήμα το 2019. Και η πανδημία αύξησε την αβεβαιότητα που περικλείει το έργο αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι επενδυτική κινητικότητα σε μεγάλα έργα real estate του εξωτερικού υπάρχει.
Σύμφωνα με στοιχεία από την εταιρεία Preqin, τα funds που δραστηριοποιούνται στον χώρο των ακινήτων παγκοσμίως έχουν στην διάθεση τους περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετρητά ώστε να κάνουν επενδύσεις. «Υπάρχουν πολλά χρήματα στο περιθώριο που αναζητούν απόδοση και έχουμε μια αγορά που θα ανακάμψει σημαντικά», δήλωσε στο Bloomberg ο Κιθ Μπρέσλερ, ιδρυτής της εταιρείας Patron Capital.
Οι όροι της επένδυσης
Ο διαγωνισμός των δύο πύργων προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον σε επενδυτικά γραφεία της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, αλλά «πάγωσε» λόγω των ποσοστών συμμετοχής που παραχωρούνται από την Lamda Development.
Σημειώνεται ότι η εταιρεία του ομίλου Λάτση σχεδιάζει να κρατήσει την πλειοψηφία της εταιρείας -περίπου 75%- που θα αναλάβει τον πύργο κατοικιών και να διατηρήσει μειοψηφικό πακέτο -περίπου 25%- στο σχήμα για τον πύργο γραφείων. Επισημαίνεται ότι το ακριβές ποσοστό που θα αναλάβει ο κάθε επενδυτής στους δύο πύργους θα καθοριστεί στις διαπραγματεύσεις που θα διεξαχθούν μέχρι την κατάθεση των δεσμευτικών προσφορών σε περίπου ένα δίμηνο.
Εκτός χώρας, ακούγονται «παράπονα» για το μειοψηφικό πακέτο που προσφέρεται στον πύργο με τις κατοικίες, αποτελώντας ένα αντικίνητρο για την επένδυση. Κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν ότι σε τέτοιους διαγωνισμούς τα ξένα χαρτοφυλάκια θέλουν να ρίξουν τα λεφτά τους και να έχουν τον έλεγχο του έργου, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχα έργα του εξωτερικού.
«Ποιο είναι το μήνυμα που στέλνει η Lamda με τα ποσοστά που παραχωρεί στους επενδυτές; Όταν κρατάς την πλειοψηφία στον πύργο με το μικρότερο ρίσκο, δηλαδή το residential, ενώ δίνεις τη πλειοψηφία στο κομμάτι με το μεγαλύτερο ρίσκο, δεν εμπνέεις και πολλή εμπιστοσύνη στον επενδυτή», τονίζει στέλεχος της αγοράς.
Από καιρό τώρα, φαίνεται ότι η επένδυση στο πρώην αεροδρόμιο μπορεί να γίνει «ελληνική υπόθεση». Με τα απαραίτητα κεφάλαια και know-how, η Lamda προχωράει ικανοποιητικά μόνη της…για την ώρα.
Εκτός από το κύρος και, ίσως, την πρόσβαση σε φθηνότερα κεφάλαια, οι ισχυροί ξένοι επενδυτές, όμως, συχνά εξυπηρετούν και στρατηγικούς σκοπούς. Η παρουσία της Fosun, για παράδειγμα, στο μετοχικό κεφάλαιο έδινε στο έργο κρίσιμη πρόσβαση σε κινέζους αγοραστές. Ένα πλεονέκτημα που δεν θα ωφελούσε μόνο το Ελληνικό αλλά θα έφερνε και αγοραστές, επίσης σε άλλα σημεία της Αθηναικής Ριβιέρας προσφέροντας ένα spill over effect.
Και εδώ είναι το μεγάλο ζητούμενο του έργου: όχι απλά να ολοκληρωθεί, αλλά να στηρίξει την αγορά ακινήτων και την οικονομία για την επόμενη μέρα.