Μεταξύ των πλέον αισιόδοξων για την ελληνική οικονομία αλλά και τη δημοσιονομική σταθερότητας της χώρας παραμένει ο οίκος αξιολόγησης Scope, ο οποίος σε νέα έκθεσή του τονίζει ότι το χρέος θα συνεχίζει να αποκλιμακώνεται, ενώ θα διατηρηθεί και η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα έτη.
Όπως σημειώνει στην έκθεσή του οι θετικές προοπτικές για τις αξιολογήσεις BBB- της Ελλάδας υπογραμμίζονται από τη μείωση του δημόσιου χρέους, το πιο ανθεκτικό τραπεζικό σύστημα και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των οικονομικών τρωτών σημείων. Η βασική εκτίμηση είναι ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού θα διατηρηθούν τα επόμενα χρόνια.
Προβλέπεται ότι ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα μειωθεί στο 150,5% του ΑΕΠ έως το τέλος του τρέχοντος έτους και στο 132,8% έως το 2029, από ένα μέγιστο 207% το 2020. Εάν επιτευχθεί, το ποσοστό του 2029 θα αντιπροσωπεύει το χαμηλότερο ποσοστό χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας από την αρχή της ελληνικής κρίσης το 2009, και κάτω από το ποσοστό χρέους της Ιταλίας (με υψηλότερη αξιολόγηση BBB+) έως το 2027. Οι προβλέψεις λαμβάνουν υπόψη την αναμενόμενη πρόωρη αποπληρωμή φέτος των δόσεων του ελληνικού δανείου ύψους 7,9 δισ. ευρώ που λήγουν το 2026, το 2027 και το 2028.
Η σύγκριση ελληνικού και ιταλικού χρέους
Ο οίκος σημειώνει ότι οι εκτιμήσεις για το χρέος αναγνωρίζουν την πρόσφατη δημοσιονομική υπεραπόδοση. Αναμένει ότι η κυβέρνηση θα επιτύχει ή ακόμη και θα υπερβεί ελαφρώς τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2024 για 2,1% του ΑΕΠ, με τους αναλυτές της Scope να εκτιμούν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα φθάσει στο 2,5% του ΑΕΠ για το διάστημα 2025 - 2027.
Καταλήγει σε αυτήν την εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη ο Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικού Προγράμματος της Ελλάδας που υποβλήθηκε πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο προϋπολογισμός προτείνει καθαρά 2,9 δισ. ευρώ μόνιμων επεκτατικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας (ή 1,2% του ΑΕΠ) για το επόμενο έτος μετά από εκτιμώμενα 1,8 δισ. ευρώ (0,8% του ΑΕΠ) για το 2024.
Οι δημοσιονομικές προσαρμογές αφορούν κυρίως την πλευρά των δαπανών, με έμφαση στη μεταρρύθμιση των μισθών του δημόσιου τομέα και στις αυξήσεις των συντάξεων. Περιλαμβάνουν όμως και μειώσεις των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης κατά 1 ποσοστιαία μονάδα από τον Ιανουάριο του 2025. Η δημοσιονομική προσαρμογή χρησιμοποιεί κυρίως τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο μετά την πρόσφατη θετική εξέλιξη των εσόδων από την ευνοϊκή ανάπτυξη και τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης.
Η συνεχής προτεραιότητα στα αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα ακόμη και μετά την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία διάσωσης αποτέλεσε έκπληξη και ενίσχυσε την εμπιστοσύνη μας στην κυβέρνηση για την επίτευξη δημοσιονομικών ελλειμμάτων 0,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2024-26, πριν από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Εύρωστη οικονομική ανάπτυξη
Ο οίκος προχωρά σε μικρή αναβάθμιση των εκτιμήσεών του για την ανάπτυξη, την οποία τοποθετεί στο 2,4% για φέτος και στο 1,9% για το 2025, δηλαδή υψηλότερα από την αντίστοιχη εκτίμηση για την ευρωζώνη που «βλέπει» ανάπτυξη 1% για το 2024 και 1,5% για το 2025.
Σημειώνει ότι η πρόσφατη ανάπτυξη πάνω από την τάση για την Ελλάδα τροφοδοτήθηκε από τα ισχυρά έσοδα από τον τουρισμό, την εύρωστη ιδιωτική κατανάλωση (αξιοποιώντας τις εναπομείνασες αποταμιεύσεις από την πανδημική κρίση) και τις καλύτερες επενδύσεις λόγω της ενισχυμένης εμπιστοσύνης των επενδυτών. Η μέση εκτίμησή για ανάπτυξη 1,4% από το 2026 έως το 2029 προϋποθέτει ότι δεν θα υπάρξει ουσιαστική κρίση έως το 2029 και ότι δεν θα υπάρξει ετήσια ύφεση σε αυτόν τον ορίζοντα.
Η Ελλάδα έχει διατηρήσει την πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις του προγράμματος «Ελλάδα 2.0», του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της Πολιτικής Συνοχής της ΕΕ. Στις 16 Οκτωβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκταμίευσε την τέταρτη πληρωμή ύψους 998,6 εκατ. ευρώ σε επιχορηγήσεις από το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας ύψους 35,9 δισ. ευρώ. Μέχρι σήμερα έχει καταβληθεί συνολικά το 51% της συνολικής χρηματοδότησης του ΣΑΑ.
Ενώ οι επενδύσεις σήμερα είναι υψηλότερες από ό,τι πριν από την πανδημία, παραμένουν χαμηλές, μόλις στο 14% της παραγωγής του έτους έως το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Αυτό είναι κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ που είναι 21%.
Η ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας παραμένει προτεραιότητα. Η ανεργία είχε μειωθεί στο 9,5% του ενεργού εργατικού δυναμικού μέχρι τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους, από τις μέγιστες τιμές του Ιουνίου του 2020 που ήταν 20,4%. Παρόλο που η ανεργία βρίσκεται κοντά στο χαμηλότερο επίπεδό της από το 2009, παραμένει σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (5,9%). Ο οίκος αναμένει ότι η ανεργία θα διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 10% φέτος και στο 9,6% το 2025.
Η πορεία των τραπεζών
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs). Τα ενοποιημένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε επίπεδο συστήματος είχαν μειωθεί στο 6,9% τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους από 49,1% τον Ιούνιο του 2017, αν και ο δείκτης παραμένει πάνω από το 1,9% του μέσου όρου της ΕΕ. Αναμένεται ότι τα ελληνικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα συνεχίσουν να μειώνονται, καθώς οι τράπεζες παραμένουν προσηλωμένες στην περαιτέρω εξυγίανση των ισολογισμών τους.
Οι σημαντικές τοποθετήσεις των τραπεζών σε εγχώρια κρατικά ομόλογα και οι κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος τιτλοποίησης «Ηρακλής» ενισχύουν τη σχέση κράτους-τραπεζών. Αυτό εξακολουθεί να αποτελεί πιστωτικό πρόβλημα, αν και οι διασυνδέσεις έχουν μειωθεί καθώς η κυβέρνηση αποχωρεί από τις συμμετοχές της στις τράπεζες.
Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ολοκλήρωσε πρόσφατα την πώληση 10% εκ του 18,4% της συμμετοχής του στην Εθνική Τράπεζα μέσω δημόσιας προσφοράς μετοχών. Το ΤΧΣ αναμένει να μεταβιβάσει το τελικό 8,4% στο κρατικό επενδυτικό ταμείο. Το ΤΧΣ πούλησε το τελικό 8,9781% της συμμετοχής του στην Alpha Services and Holdings στην UniCredit τον Νοέμβριο του περασμένου έτους και πούλησε το τελικό 27% της συμμετοχής του στην Τράπεζα Πειραιώς τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους. Η εναπομένουσα συμμετοχή του είναι το 72,5% της μικρότερης Attica Bank.
Οι βασικές προκλήσεις
Ο οίκος επιβεβαίωσε τον Ιούλιο την αξιολόγηση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα BBB- και άλλαξε τις προοπτικές σε θετικές από σταθερές, λόγω των ευνοϊκών εξελίξεων. Παρ' όλα αυτά, η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω του αυξημένου δείκτη δημόσιου χρέους της, ο οποίος είναι ο δεύτερος υψηλότερος από τα 40 κράτη με δημόσια αξιολόγηση του Scope μετά την Ιαπωνία.
Καθώς η Ελλάδα χρηματοδοτείται από τις αγορές και αποπληρώνει νωρίτερα τα δάνεια διάσωσης και καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει την ποσοτική σύσφιξη, η δομή του χρέους της αποδυναμώνεται σταδιακά. Οι καθαρές πληρωμές τόκων αυξάνονται καθώς το κράτος αναχρηματοδοτείται μέσω ακριβότερων εκδόσεων στην αγορά, από 6,3% των εσόδων φέτος σε προβλεπόμενο 7,9% έως το 2029. Η μακρά σταθμισμένη μέση διάρκεια του χρέους των 19,2 ετών επίσης μειώνεται σταδιακά.