«Παράθυρο» για αναβάθμιση της Ελλάδας στο δεύτερο σκαλί της επενδυτικής βαθμίδας άνοιξε ο γερμανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope, ο οποίος μετέβαλε σε θετικές τις προοπτικές του ελληνικού χρέους, ενώ έχει αποδώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα (BBB-).
Οι θετικές προοπτικές (outlook) σηματοδοτούν πιθανή αναβάθμιση μέσα στο επόμενο 12μηνο.
Η μείωση του χρέους, η βελτίωση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος και η θετική δυναμική των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αναφέρονται από τον οίκο ως οι παράγοντες που οδήγησαν στην αναβάθμιση του outlook.
Ο οίκος, που έχει πρόσφατα αναγνωριστεί από την ΕΚΤ, εκτιμά ότι το χρέος θα μειωθεί στο 151,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2024 και στο 130,7% ως το 2029. Επίσης, προβλέπει ότι θα επιτευχθεί ή και ξεπεραστεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% το 2024, ενώ έως το 2027 το πλεόνασμα θα αυξηθεί στο 2,5% -η προηγούμενη πρόβλεψη ήταν 1%.
Η Scope προβλέπει ανάπτυξη με ρυθμό 2% φέτος, που θα υποχωρήσει στο 1,8% το 2025, ενώ ο μέσος ρυθμός της περιόδου 2026 - 2029 εκτιμά ότι θα είναι 1,4%.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης τόνισε ότι «η σημερινή αναβάθμιση της προοπτικής του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου από σταθερή σε θετική, από τον οίκο αξιολόγησης Scope Ratings, σε συνέχεια της αντίστοιχης αναβάθμισης από τον οίκο Standard & Poor’s τον περασμένο Απρίλιο, επιβεβαιώνει με εμφατικό τρόπο την επιτυχία της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής και τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».
Και πρόσθεσε: «Η έκθεση της Scope υπογραμμίζει μεταξύ άλλων την ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους, την επίτευξη ισχυρών πλεονασμάτων, τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνδυασμό με την αποεπένδυση από τις συστημικές τράπεζες και την υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανθεκτικότητα και την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Η σημερινή αξιολόγηση συνιστά συνεπώς μήνυμα συνέχισης και επιτάχυνσης της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση. Προχωρούμε λοιπόν με δημοσιονομική σοβαρότητα, έχοντας ως στόχους την περαιτέρω προσέλκυση επενδύσεων, τη σύγκλιση με την ΕΕ και την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής».