Η πολύ καλή πορεία των φορολογικών εσόδων, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση του χρέους, αλλά και τη βελτίωση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας αποτελούν τα σημεία - κλειδιά, αναφορικά με τα τελευταία μακροοικονομικά στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, όπως τονίζει σε ανάλυσή της η Alpha Bank.
Σύμφωνα με τα δημοσιονομικά στοιχεία για το 2023 που δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα η ΕΛΣΤΑΤ, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο 1,9% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας τις εκτιμήσεις του Προϋπολογισμού για πλεόνασμα ύψους 1,1% του ΑΕΠ και ήταν βελτιωμένο σημαντικά σε σύγκριση με το 2022 που ήταν οριακά θετικό.
Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα πρωτίστως της αύξησης των φορολογικών εσόδων, η οποία προήλθε, μεταξύ άλλων, από την άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης, της απασχόλησης και των εισοδημάτων, αλλά και του επιπέδου τιμών. Παράλληλα, η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών -ιδιαίτερα από το ξέσπασμα της πανδημίας και μετά- συνέβαλε στην άνοδο των δημοσίων εσόδων, ενώ οι παρεμβάσεις που περιλαμβάνει ο Προϋπολογισμός του 2024 για την αύξηση των εισοδημάτων και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν τα φορολογικά έσοδα και τα επόμενα χρόνια.
Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, σε συνδυασμό με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και τη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων το 2023, οδήγησαν στην περαιτέρω μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, αν και ηπιότερα σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (-10,8 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι -22,3 π.μ. το 2022). Η σωρευτική πτώση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, ωστόσο, σε σύγκριση με το 2020, ήταν η υψηλότερη μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), σε ορισμένες από τις οποίες, μάλιστα, καταγράφηκε άνοδος (Γράφημα 1).
Η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία επιβραβεύθηκε με την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα το 2023, έχει ενισχύσει τη δυνατότητα του ελληνικού δημοσίου να δανείζεται από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Το τελευταίο αντανακλάται στην πολύ υψηλή επενδυτική ζήτηση για τη νέα έκδοση 30ετούς ομολόγου στην οποία προχώρησε το ελληνικό δημόσιο στις 24 Απριλίου. Συγκεκριμένα, αντλήθηκαν Ευρώ 3 δισ., με το ύψος των προσφορών να ξεπερνά τα Ευρώ 33 δισ. και την απόδοση να διαμορφώνεται σε 4,241%, χαμηλότερα από την αντίστοιχη του 30ετούς ομολόγου της Ιταλίας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Απρίλιος 2024 ), οι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι περιορισμένοι βραχυπρόθεσμα, γεγονός που οφείλεται κατά βάση στα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του ελληνικού χρέους, όπως η διακράτηση του μεγαλύτερου μέρους του από επίσημους φορείς με σταθερά και χαμηλά επιτόκια (βλ. Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων Alpha Bank της 18.1.2024). Η επιτυχία, άλλωστε, της έκδοσης του 30ετούς ομολόγου καταδεικνύει τις εκτιμήσεις των επενδυτών για τους μειωμένους κινδύνους αναφορικά με τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και μετά το 2032, όταν δηλαδή θα λήξει η περίοδος χάριτος των δανείων που είχε λάβει το ελληνικό δημόσιο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).
Ενίσχυση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους
Πιο αναλυτικά, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 161,9%, το 2023, από 172,7%, το 2022 (Γράφημα 2). Η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, κατά το περασμένο έτος, σε συνδυασμό με τον υψηλό -αν και επιβραδυνόμενο πληθωρισμό-, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, δηλαδή του παρονομαστή του κλάσματος και κατ΄ επέκταση τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι σε σύγκριση με το 2020, όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είχε διαμορφωθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα (207%), ως απόρροια της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης, η μείωση που έχει επιτευχθεί υπερβαίνει τις 45 ποσοστιαίες μονάδες.
Στην αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ συνέβαλε επίσης, η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Το 2022, η Ελλάδα κατέγραψε οριακό πρωτογενές πλεόνασμα ύψους Ευρώ 27 εκατ., ενώ το 2023, το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε σε 1,9% του ΑΕΠ (ή Ευρώ 4,1 δισ.).
Η επίδοση αυτή οφείλεται, πρωτίστως, στην αύξηση των εσόδων, ενώ οι δαπάνες (εξαιρουμένων των τόκων) μειώθηκαν οριακά. Σε ό,τι αφορά στα έσοδα, η άνοδος προήλθε κυρίως από την αύξηση των άμεσων φόρων, ενώ και τα έσοδα από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και τις κοινωνικές εισφορές ήταν αυξημένα σε σύγκριση με το 2022. Από την πλευρά των δαπανών, καταγράφηκε αύξηση σε αμοιβές προσωπικού, συντάξεις και αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Ωστόσο, η σταδιακή κατάργηση των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης αντιστάθμισαν σε σημαντικό βαθμό τις εν λόγω αυξήσεις.
Το 2024, αναμένεται περαιτέρω αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στο 152%-153%, σύμφωνα με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδος και επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,1% του ΑΕΠ. Επιπλέον, το Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2025 προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διατηρηθεί στο 2,1% του ΑΕΠ, ενώ το χρέος θα μειωθεί περαιτέρω σε 146,3%. Η αναμενόμενη επίτευξη θετικού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης τη διετία 2024-2025, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία πλέον εντάσσεται στο αναθεωρημένο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προοιωνίζουν την περαιτέρω υποχώρηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Παράλληλα, μειωτική επίδραση στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ θα έχουν ενδεχόμενες πρόωρες αποπληρωμές χρέους. Το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προβλέπει μείωση του ονομαστικού χρέους φέτος κατά Ευρώ 4,2 δισ. -σε Ευρώ 352,5 δισ.- ενώ ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) κατά περίπου Ευρώ 3,3 δισ.
Φορολογικά έσοδα Κρατικού Προϋπολογισμού
Πιο αναλυτικά, η άνοδος των κρατικών εσόδων το 2023, ήταν αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των φορολογικών εσόδων -τα οποία διαμορφώθηκαν σε Ευρώ 61,6 δισ.- και ιδιαίτερα των άμεσων φόρων, με την άνοδο να προέρχεται από φόρους εισοδήματος (+22,8%) τόσο φυσικών, όσο και νομικών προσώπων. Σημειώνεται, άλλωστε, ότι μεταξύ των στόχων του Προϋπολογισμού για το 2023 ήταν η αύξηση των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος. Ορισμένες από τις παρεμβάσεις που υιοθετήθηκαν πέρυσι ήταν η μείωση κατά τρείς ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, η κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των ιατρών του ΕΣΥ, η εφάπαξ οικονομική ενίσχυση προς τους συνταξιούχους, η αύξηση της διάρκειας του επιδόματος μητρότητας αλλά και η αύξηση επιδομάτων αναπηρίας.
Επιπλέον, αύξηση κατέγραψαν και τα έσοδα από τον φόρο επί των αγαθών και υπηρεσιών κατά 7,6%, μέγεθος το οποίο αντανακλά την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και συγκεκριμένα την αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση του 2023 αλλά και τον πληθωρισμό. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών (σε 2 δισ. συναλλαγές, το 2023, από 1,74 δισ., το 2022) συνέχισε να συμβάλλει στον περιορισμό του φαινομένου της φοροδιαφυγής, διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη φορολογική βάση και συμβάλλοντας στην επίτευξη υψηλότερων εσόδων το 2023. Τέλος, τα έσοδα από λοιπούς φόρους σημείωσαν αύξηση κατά 8,9%. Αντίθετα, τα έσοδα από τον φόρο ακίνητης περιουσίας μειώθηκαν κατά 7,4%, πέρυσι.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού 2024, Νοέμβριος 2023), τα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού από φόρους, το 2024, εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται και θα ανέλθουν σε Ευρώ 63 δισ., με την άνοδο να προέχεται, πρωτίστως, από τους φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών και, δευτερευόντως, από τους φόρους εισοδήματος (Γράφημα 3). Ένας από τους στόχους του φετινού Προϋπολογισμού είναι η περαιτέρω ενίσχυση των εισοδημάτων, καθώς προβλέπει, μεταξύ άλλων, νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, την άρση του «παγώματος» των τριετιών στους μισθωτούς, την αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά και αυξήσεις συντάξεων.
Παράλληλα, στον Προϋπολογισμό του 2024 περιλαμβάνονται παρεμβάσεις όπως η περαιτέρω ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών και των τερματικών σημείων πώλησης (POS) με τις φορολογικές αρχές, η περιορισμένη χρήση μετρητών σε συναλλαγές ακινήτων κ.λπ., με στόχο την αύξηση της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας των ελέγχων. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα παραμένει υψηλό, έχει μειωθεί σημαντικά όπως καταδεικνύει πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF Selected Issues Paper, Recent Trends of Informality in Greece: Evidence from Subnational Data, February 2024), σε 16% του ΑΕΠ το 2021, από 30% το 2013, γεγονός που ενισχύει την οικονομική σταθερότητα και τη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας.