Διατήρηση του ρυθμού ανάπτυξης άνω του 2% τόσο για το 2025 όσο και για το 2025 αναμένει για την ελληνική οικονομία ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), με παράλληλη μείωση του χρέους αλλά και επίτευξης υψηλών πλεονασμάτων.
Στην έκθεσή του για τα κράτη -μέλη του ο Οργανισμός τονίζει ότι το ελληνικό ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 2,3% το 2024, 2,2% το 2025 και 2,5% το 2026. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος θα ενισχύσει την κατανάλωση, καθώς η σφιχτή αγορά εργασίας και οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού στηρίζουν τους μισθούς. Η αύξηση της απασχόλησης προβλέπεται να υποχωρήσει σταδιακά εν μέσω αύξησης του κόστους εργασίας. Σημειώνεται ότι αύριο ο οργανισμός θα δώσει στη δημοσιότητα ειδική έκθεσή του για την Ελλάδα.
Οι εκταμιεύσεις των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης θα στηρίξουν μια έξαρση των επενδύσεων. Ο πληθωρισμός αναμένεται να φθάσει το 2% στα τέλη του 2026 εν μέσω επίμονου πληθωρισμού υπηρεσιών και δομικού. Καθυστερήσεις στην υλοποίηση της δαπάνης των κονδυλίων της ΕΕ, υπερβολική αύξηση των μισθών ή νέα ακραία καιρικά φαινόμενα θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τις προοπτικές.
Η διατήρηση του δημόσιου χρέους σε σταθερά πτωτική πορεία θα πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα, καθώς το κόστος γήρανσης και οι επενδυτικές ανάγκες θα προσθέσουν μελλοντικές πιέσεις στις δαπάνες. Η περαιτέρω βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών και η μετατόπιση της δομής τους προς την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και τις επενδύσεις θα στηρίξει την ανάπτυξη και την ισότητα, ενώ θα συμβάλει στην επίτευξη βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ο περιορισμός των φορολογικών δαπανών, ιδίως για τα ορυκτά καύσιμα, και η συνέχιση των προσπαθειών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα αύξανε επίσης τα έσοδα και θα δημιουργούσε χώρο για τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας για τους χαμηλόμισθους, ενθαρρύνοντας την περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης.
Οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία
Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,6% το έτος έως το δεύτερο τρίμηνο του 2024, χάρη στον ισχυρό ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου και την κατανάλωση. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες συνέχισαν να δείχνουν επέκταση τον Σεπτέμβριο. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,6% το έτος έως τον Σεπτέμβριο του 2024, ενώ οι ονομαστικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά 8,6% το έτος έως το δεύτερο τρίμηνο του 2024, καθώς οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Ο ετήσιος γενικός πληθωρισμός διατηρήθηκε στο 3,1% τον Οκτώβριο του 2024 και ο πυρήνας του πληθωρισμού διαμορφώθηκε στο 4,3%, λόγω του πληθωρισμού των υπηρεσιών.
Ο δανεισμός των επιχειρήσεων έχει αυξηθεί και η μείωση των στεγαστικών δανείων έχει επιβραδυνθεί εν μέσω βελτίωσης, αλλά ακόμη αυστηρών χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Ο δανεισμός προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2024 ήταν 54% υψηλότερος από ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα. Τα επιτόκια για νέα δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις μειώθηκαν από 6,2% τον Ιανουάριο του 2024 σε 5,4% τον Σεπτέμβριο. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διευρύνθηκε, αντανακλώντας την αύξηση των εισαγωγών, ιδίως των επενδυτικών αγαθών, που ξεπέρασε εκείνη των εξαγωγών, αν και οι εισπράξεις από τον τουρισμό παρέμειναν ισχυρές. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 ήταν 12% υψηλότερες από ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα, ενώ οι εξαγωγές αγαθών ήταν 3,9% χαμηλότερες.
Οι πολιτικές θα στηρίξουν την αύξηση των εισοδημάτων
Ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα παραμείνει υποστηρικτικός, καθώς οι εκταμιεύσεις επιχορηγήσεων και δανείων για την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα αναμένεται να αυξηθούν από 1,8% του ΑΕΠ το 2024 σε 3,6% το 2026. Τα αυξανόμενα έσοδα, που αντανακλούν την υψηλή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, τη βελτιωμένη είσπραξη φόρων και το νέο τέλος κρουαζιέρας, θα συμβάλουν στη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, παρά τις πρόσθετες δαπάνες και τις περικοπές φόρων.
Ένα πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ το 2025 και το 2026 θα συμβάλει στην περαιτέρω μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στο 148,1% το 2026 (ορισμός του Μάαστριχτ). Η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (0,2% του ΑΕΠ) και η αναπροσαρμογή των συντάξεων (0,2% του ΑΕΠ) θα στηρίξουν τα εισοδήματα το 2025. Οι μισθοί του δημόσιου τομέα, που προηγουμένως είχαν παγώσει, θα αυξηθούν επίσης για να ευθυγραμμιστούν με τις μελλοντικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 42% από το 2018 έως τον Απρίλιο του 2024 και πρόκειται να αυξηθεί περαιτέρω κατά περίπου 4,6% τόσο το 2025 όσο και το 2026.
Η ανάπτυξη θα ενισχυθεί
Η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να βελτιωθεί από 2,3% το 2024 σε 2,5% το 2026. Η αύξηση της κατανάλωσης θα επιταχυνθεί σταδιακά με την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Οι αυξανόμενες εκταμιεύσεις των Ταμείων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, θα ενισχύσουν τις επενδύσεις. Η αύξηση της απασχόλησης θα μετριαστεί με τις αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Η αύξηση των μισθών θα επιβραδύνει την υποχώρηση του πληθωρισμού προς το 2% το 2026 και θα μπορούσε να συγκρατήσει την απασχόληση με χαμηλούς μισθούς. Πιθανές καθυστερήσεις στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την προγραμματισμένη αύξηση των επενδύσεων. Εάν η αύξηση των μισθών ξεπερνούσε επίμονα την αύξηση της παραγωγικότητας, αυτό θα μπορούσε να αποδυναμώσει τις εξαγωγές. Ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι περσινές πλημμύρες στη Θεσσαλία, θα μπορούσαν επίσης να επιβαρύνουν την εγχώρια ζήτηση.
Η εκτίμηση για το χρέος
Το υψηλό δημόσιο χρέος καθιστά την επίτευξη βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων προτεραιότητα. Ωστόσο, η δημογραφική αλλαγή και η κλιματική αλλαγή θα αυξήσουν τις πιέσεις στις εγχώριες δαπάνες. Επιπλέον, περισσότερες δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν μέσω του εθνικού προϋπολογισμού μετά το τέλος του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας το 2026.
Οι αυξανόμενες ελλείψεις στην αγορά εργασίας, παρά τη σχετικά υψηλή ανεργία, υποδηλώνουν αυξανόμενες αναντιστοιχίες δεξιοτήτων που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τις προοπτικές ανάπτυξης και θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την ενίσχυση της επαγγελματικής κατάρτισης, την επανεξισορρόπηση των πολιτικών για την αγορά εργασίας προς την κατάρτιση και τη συμβουλευτική των ανέργων και τη διασφάλιση υψηλής ποιότητας κατάρτισης. Η αποτελεσματικότερη δημόσια δαπάνη, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα αποτελούν το κλειδί για την τόνωση της ανάπτυξης και τη διατήρηση του χρέους σε σταθερά πτωτική πορεία. Η σταδιακή μετατόπιση των δημόσιων δαπανών προς την εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, με βάση τις τακτικές αναθεωρήσεις των δαπανών και των δημόσιων επενδύσεων, με παράλληλη συγκράτηση των δαπανών προσωπικού και διατήρηση των προσπαθειών για τη μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα αυξήσει την ανάπτυξη και την ισότητα.
Η περαιτέρω μείωση της φοροδιαφυγής και ο περιορισμός των φορολογικών δαπανών - κυρίως οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ, οι οποίοι ωφελούν κυρίως τα πιο εύπορα νοικοκυριά - θα αυξήσει τα έσοδα, δημιουργώντας χώρο για στοχευμένες περικοπές των κοινωνικών εισφορών για τους χαμηλόμισθους.