Τα βλέμματα των ελληνικών εξαγωγικών τυποποιητικών επιχειρήσεων ελαιολάδου είναι πλέον στραμμένα στην Ισπανία. Ελπίζοντας σε μία καλή παραγωγικά χρονιά, ή εν πάση περιπτώσει καλύτερη από το 2023.
Διότι μόνο έτσι μπορεί να αρθεί το αδιέξοδο που επικρατεί στην ελληνική αγορά, με τις υψηλές τιμές παραγωγού και την αγορά «παγωμένη»! Μιλώντας προς το BD, ο πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ κ. Κωνσταντίνος Κουτσιούμπης –στο περιθώριο της εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε χθες με την ευκαιρία της πώλησης του εργαστηρίου ποιοτικού ελέγχου του συνδέσμου στον όμιλο Ευθυμιάδη– επεσήμανε τα προαναφερόμενα, λέγοντας ότι μία κανονική τιμή παραγωγού πρέπει να κινείται στα περίπου 5 ευρώ το λίτρο, έτσι ώστε ο καταναλωτής να το αγοράζει περί τα 10 – 11 ευρώ το λίτρο.
Σήμερα η τιμή παραγωγού του extra παρθένου ελαιόλαδου κινείται περί τα 9,20 ευρώ το λίτρο και του ραφινέ από 8,20 ευρώ ως και 8,70 ευρώ το λίτρο. Και φυσικά στην αγορά μ΄ αυτές τις τιμές δεν γίνονται πράξεις. Ο κ. Κουτσιούμπης εξήγησε πως οι αρχικές –και αρκετά επισφαλείς βέβαια– εκτιμήσεις σχετικά με την ισπανική παραγωγή δίνουν μία νότα αισιοδοξίας για τη νέα χρονιά. Όπως ανέφερε, εκτιμώνται περί τους 1,1 εκατομμύρια τόνους κι αν επιβεβαιωθούν αυτές οι προβλέψεις είναι σαφώς καλύτερες από το 2023, που ήταν περί τους 800.000 τόνους.
Σε κάθε περίπτωση όμως είναι νωρίς για ασφαλείς προβλέψεις –από τα μέσα Απριλίου ως και τον Μάιο είναι η περίοδος που θα φανεί η δυναμική της νέας παραγωγής. Ωστόσο η ισπανική παραγωγή είναι κρίσιμη διότι οι διακυμάνσεις της επηρεάζουν τις τιμές σε όλη την ελαιοπαραγωγική περιοχή της Ευρώπης. Αναφορικά με την Ελλάδα, ο κ. Κουτσιούμπης σημείωσε ότι και πάλι είναι πρόωρη οποιαδήποτε εκτίμηση, ωστόσο όμως εξέφρασε την ελπίδα πως τη χρονιά της περιορισμένης καρποφορίας, όπως ήταν το 2023, θα τη διαδεχθεί μία καλή παραγωγικά χρονιά.
Έτσι, αν φανεί ότι η ελληνική παραγωγή θα κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα από πέρυσι και σε συνδυασμό με τις καλύτερες επιδόσεις της Ισπανίας, τότε μετά τον Μάιο οι τιμές παραγωγού πιθανόν να αποκλιμακωθούν. Ανέφερε ακόμη ότι η κατανάλωση του τυποποιημένου ελαιολάδου έχει μειωθεί πάνω από 40%, ενώ παράλληλα θεωρεί πως και γενικότερα η κατανάλωση του ελαιολάδου λόγω των υψηλών τιμών έχει περιοριστεί περίπου κατά 30% και έχει υποκατασταθεί από την κατανάλωση των σπορελαίων. Ο ίδιος πάντως θεωρεί ότι είναι απολύτως αναγκαία η συγκρότηση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης μητρώου ελαιοτριβείων, τα οποία πρέπει να δηλώνουν τις ποσότητες που διαθέτουν, έτσι ώστε να χτυπηθεί η λεγόμενη «μαύρη αγορά».