Όλο και πιο γρήγορα «γλιστράει» η οικονομία της ευρωζώνης στην ύφεση, καθώς η κάμψη της παγκόσμιας οικονομίας, ο διεθνής εμπορικός πόλεμος και η αναστάτωση με το Brexit έχουν επιφέρει ισχυρά πλήγματα στη βιομηχανία. Την ίδια στιγμή, όμως, πολιτικοί και κεντρικοί τραπεζίτες αδυνατούν να συμφωνήσουν σε ένα μείγμα μέτρων τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, εντείνοντας τον προβληματισμό για την πιθανότητα ενός νέου και σοβαρού επεισοδίου ύφεσης.
Την ώρα που η Γερμανία χρειάζεται μόνο ένα ακόμη τρίμηνο συρρίκνωσης του ΑΕΠ, για να περάσει και τυπικά στην ύφεση, τα στοιχεία για την πορεία των δεικτών εμπιστοσύνης που παρουσίασε η Κομισιόν επιβεβαιώνουν τις χειρότερες εκτιμήσεις, καθώς η εμπιστοσύνη στη βιομηχανία υποχώρησε σε χαμηλό εξαετίας.
Τα διοικητικά στελέχη των βιομηχανιών εκφράζουν φόβους για μείωση της ζήτησης από τους πελάτες και έχουν υποβαθμίσει τις προβλέψεις τους για την απασχόληση. Η υποχώρηση της εμπιστοσύνης της βιομηχανίας από το -5,8 στο -8,8 μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου ήταν ο κύριος συντελεστής της κάμψης του δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης στην ευρωζώνη από 103,1 σε 101,7, που είναι και η χαμηλότερη τιμή από τις αρχές του 2015.
Το ευρώ έχει υποχωρήσει κατά 4% το τελευταίο τρίμηνο έναντι του δολαρίου, καθώς ενσωματώνεται στην ισοτιμία του η ανησυχία των επενδυτών για την πορεία της οικονομίας της ευρωζώνης, ενώ αποδυναμώνεται και από τα νέα μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, που ανακοίνωσε πρόσφατα η ΕΚΤ.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως, πέρα από την ίδια την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, είναι ότι η ευρωζώνη εξακολουθεί να θυμίζει Βαβέλ, με τους υπεύθυνους για τη χάραξη της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής να δυσκολεύονται να συμφωνήσουν στα μέτρα που χρειάζονται για να αποφευχθεί ένα νέο επεισόδιο ύφεσης, το δεύτερο μετά τη μεγάλη κρίση που άρχισε το 2008.
Βαβέλ πολιτικών - τραπεζιτών
Ο Μάριο Ντράγκι, στο «κύκνειο άσμα» του ως κεντρικός τραπεζίτης της ευρωζώνης, παρουσίασε μεν τα νέα ανορθόδοξα μέτρα πολιτικής για τη στήριξη της οικονομίας (μηδενικά και αρνητικά επιτόκια, νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων), αλλά κάλεσε τις κυβερνήσεις των χωρών με μεγάλα πλεονάσματα, όπως η Γερμανία, να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να προσφέρουν δημοσιονομική στήριξη στην οικονομική δραστηριότητα. Αναγνώρισε, έτσι, ότι δεν μπορεί άλλο η ΕΚΤ να σηκώνει μόνη το βάρος υποστήριξης της οικονομίας.
Όμως, πέρα από ορισμένες γενικόλογες διακηρύξεις για το ενδεχόμενο να «ρίξει» στην οικονομία κονδύλια του κράτους για επενδύσεις, η γερμανική κυβέρνηση δεν φαίνεται να ξεφεύγει από το δόγμα των μηδενικών ελλειμμάτων, αρνούμενη να προσφέρει ουσιαστική στήριξη στην οικονομία με δημόσιους πόρους, παρότι μπορεί να δανείζεται με αρνητικό επιτόκιο το γερμανικό Δημόσιο ακόμη και για 30 έτη.
Την ίδια στιγμή, από την Γερμανία προβάλλεται ισχυρή αντίσταση και στα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, που θεωρείται ότι ζημιώνουν τους Γερμανούς αποταμιευτές -η παραίτηση της Σαμπίν Λαουτενσλάγκερ από το Συμβούλιο της ΕΚΤ ήταν μια αρκετά «ηχηρή» πρωτοβουλία αντίδρασης σε αυτά τα μέτρα. Η Άνγκελα Μέρκελ, σε βαρυσήμαντη χθεσινή της δήλωση, τόνισε ότι δεν πρέπει η ΕΚΤ να «φορτώνεται» με μεγάλα βάρη, όσον αφορά τη στήριξη της οικονομίας, δείχνοντας έτσι, έστω και με αρκετή «κομψότητα», ότι το Βερολίνο παραμένει αρνητικό στα μέτρα που ανακοίνωσε ο Ντράγκι και θα πρέπει να εφαρμόσει από την 1η Νοεμβρίου η Κριστίν Λαγκάρντ.
Αν, όμως, η Γερμανία αντιστέκεται σε όλα τα μέτρα πολιτικής, δημοσιονομικά και νομισματικά, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την οικονομία σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, πολλοί αναλυτές διερωτώνται πώς θα μπορέσει η ευρωζώνη να βγει από την τροχιά της ύφεσης, ιδιαίτερα αν επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο το διεθνές περιβάλλον.