Ως ένα μεγάλο στοίχημα που κινδυνεύει να χαθεί μπορεί να χαρακτηριστεί η υπόθεση ιχθυοκαλλιέργειες στην Ελλάδα. Μία ιστορία που μετράει κάτι παραπάνω από σαράντα χρόνια στην οργανωμένη παραγωγή στα μεσογειακά είδη (κυρίως τσιπούρα και λαβράκι) πέρασε από τις χρυσές ημέρες του χρηματιστηρίου και την ανάδειξη του κλάδου ως ενός από τους πρωταγωνιστές της πρωτογενούς παραγωγής, στην «τρικυμία» και την πώληση σε ξένους των πρώην εθνικών πρωταθλητών του κλάδου, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα υπό την «ομπρέλα» της Avramar.
Η Ελλάδα μπορεί να παραμένει η μεγαλύτερη, και με διαφορά, παραγωγός μεσογειακών ψαριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ιχθυοκαλλιέργειες να αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο στην απασχόληση (12.000 θέσεις άμεσης και έμμεσης απασχόλησης) και τις εξαγωγές (104 χιλ. τόνοι αξίας 600 εκατ. ευρώ το 2022), όμως όταν ανοίγει η εικόνα εκτός Ε.Ε. η Τουρκία προελαύνει, ανοίγοντας χρόνο με τον χρόνο την ψαλίδα σε σχέση με την Ελλάδα, ενώ προστίθενται και νέοι παίκτες από την Μέση Ανατολή και όχι μόνο.
Ήδη από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας η γειτονική χώρα είχε «πάρει κεφάλι» στην παραγωγή των μεσογειακών ειδών και τα τελευταία χρόνια κατάφερε να αποκτήσει ηγετική θέση, με μερίδια υπερδιπλάσια από την Ελλάδα που είναι δεύτερος παίκτης. Έτσι, ενώ το 2017 η Τουρκία καταλάμβανε το 37% της παγκόσμιας παραγωγής σε τσιπούρα και λαβράκι, πέρυσι εκτοξεύθηκε στο 46% με την Ελλάδα να υποχωρεί από το 27% στο 22%.
Εμφατική είναι η διαφορά σε ότι αφορά το λαβράκι, όπου πλέον η Τουρκία ελέγχει, με στοιχεία 2022, το 51% της παγκόσμιας παραγωγής (στο 43% ήταν το 2017) και την Ελλάδα να περιορίζεται στο 17% από 24% που ήταν μία πενταετία πίσω. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πέρα από την Ελλάδα μείωση των ποσοστών παρουσιάζουν και οι άλλες χώρες της Νοτίου Ευρώπης της Ε.Ε..
Συγκεκριμένα η Ισπανία πέρυσι αντιπροσώπευσε μόλις το 2% της παγκόσμιας παραγωγής σε τσιπούρα και λαβράκι όταν το 2017 ήταν τέταρτη μεγαλύτερη δύναμη με μερίδιο 8%. Μικρότερη είναι η πίεση στην Ιταλία που έπεσε από το 4% στο 3%. Δύο παραπάνω χώρες μαζί με την Γαλλία είναι οι μεγάλοι «αιμοδότες» των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών καθώς εισάγουν το 74% των ελληνικών εξαγωγών σε τσιπούρα και λαβράκι.
Ένα εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι στην πρώτη δεκάδα για τα δύο μεσογειακά ψάρια υπάρχουν σημαντικές ανακατατάξεις με νέους δυναμικούς παίκτες να εισέρχονται με αξιώσεις στο top10. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας η οποία μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να αποσπάσει ένα μερίδιο 4% της παγκόσμιας παραγωγής των δύο ειδών. Το Ιράν αντίστοιχα βρίσκεται στο 2% της παγκόσμιας παραγωγής σε λαβράκι, ενώ και στα δύο είδη η Αλβανία είναι επίσης ένας νέος παίκτης με 1%.
Η Αίγυπτος παραμένει σταθερά στην τρίτη θέση της παγκόσμιας παραγωγής με μερίδιο 12%, ενώ στην τέταρτη θέση μετά την πτώση Ισπανίας και Ιταλίας αναρριχήθηκε η Τυνησία με 5%. Αξίζει να σημειωθεί από φέτος στο παιχνίδι των δύο ειδών εισέρχεται και το γειτονικό Μαρόκο καθώς στην χώρα της Βορείου Αφρικής δημιουργούνται οι πρώτες μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας.
Οι περιπτώσεις Τουρκίας – Σαουδικής Αραβίας
Η σημαντική άνοδος της τουρκικής παραγωγής δεν είναι τυχαία, καθώς τα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας αποτελούν σημαντικό όπλο στην τόνωση των εξαγωγών της γειτονικής χώρας. Οι ιχθυοκαλλιέργειες στην Τουρκία το 2021 ξεπέρασαν σε επίπεδο παραγωγής τους 280 χιλ. τόνους (σ.σ. την ίδια χρονιά η ελληνική παραγωγή ήταν στο επίπεδο των 130 χιλ. τόνων). Σύμφωνα με τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται στη γειτονική χώρα, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο ότι το 2024 η τουρκική παραγωγή θα ξεπεράσει τους 350 χιλ. τόνους.
Βασικός μοχλός ανάπτυξης του κλάδου είναι η επιδότηση παραγωγής η οποία συνδυάζεται και με πρόσθετη επιδότηση όταν τα ψάρια απευθύνονται για αγορές του εξωτερικού. Αυτές οι επιδοτήσεις, βεβαίως, δημιουργούν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού με την Ελλάδα και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που δεν έχουν θεσμικά τη δυνατότητα, στο περιβάλλον της Ε.Ε. να προχωρήσουν σε αντίστοιχες κινήσεις.
Η γειτονική χώρα ήταν ο κύριος εξαγωγέας στην ΕΕ – 27, καθώς προμήθευσε το 98% των εισαγόμενων ποσοτήτων τσιπούρας και λαβρακίου. Πέρυσι οι εξαγωγές της Τουρκίας στην ΕΕ-27 ανήλθαν σε 58.235 τόνους εκ των οποίων το 35% ήταν λαβράκι και το 65% τσιπούρα. Αξίζει να αναφερθεί ότι ένα μεγάλο μέρος αφορά εξαγωγές που γίνονται και στην Ελλάδα και είτε αφορούν κατανάλωση στην χώρα μας είτε επανεξαγωγή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με «οσμή» ελληνοποίησης.
Σε ότι αφορά στην Σαουδική Αραβία η χώρα έχει θέσει ως στόχο έως τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας να καταστεί ηγέτης στον συγκεκριμένο τομέα στην Μέση Ανατολή τόσο σε φυσικά νερά όσο και σε τεχνητές λίμνες. Το εγχείρημα εκσυγχρονισμού θα επικεντρωθεί στη βελτίωση της παραγωγής τοπικών ειδών ψαριών στην Ερυθρά Θάλασσα για την επίτευξη του στόχου για συνολική παραγωγή 600.000 τόνων προϊόντων (σ.σ. η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου στην Ε.Ε. ήταν 214.000 τόνοι το 2022).
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ετήσια βάση η κατανάλωση ιχθυρών στην Σαουδική Αραβία παρουσιάζει αύξηση της τάξης του 7,4% και η στροφή στην ιχθυοκαλλιέργεια κρίνεται απαραίτητη, τόσο για να αποφευχθεί η πίεση στα αποθέματα άγριων ψαριών όσο και για διασφαλισθεί η επισιτιστική επάρκεια. Παράλληλα με την δημιουργία ενός ισχυρού αερομεταφορέα που έχει τεθεί ως εθνικός στόχος η Σαουδική Αραβία προσβλέπει να γίνει και ένας αξιόλογος παίκτης στην εξαγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας.