Στους βασικούς παράγοντες που επέδρασαν στην διαμόρφωση του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο και τις μεταβολές του σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους αναφέρεται σε σχόλιό του ο Chief Economist της Eurobank, Τάσος Αναστασάτος σε σχόλιό του.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που ανακοίνωσε το πρωι η ΕΛΣΤΑΤ το πρώτο τρίμηνο του 2023 για την ελληνική οικονομία ήταν πιο αδύναμο σε σχέση με τις εκτιμήσεις της αγοράς, καθώς καταγράφηκε μείωση -0,1% σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2022, με αποτέλεσμα ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης να διαμορφωθεί σε 2,1%, χαμηλότερα από τις προσδοκίες των αναλυτών για μια αύξηση που θα ξεπερνούσε το 3%.
Αναλυτικά το σχόλιο του κ. Αναστασάτου:
«Με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, η αύξηση του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά το 1ο τρίμηνο 2023 επιβραδύνθηκε σε ετήσια βάση στο 2,1%, από 4,8% το τέταρτο τρίμηνο του 2022, ενώ σε τριμηνιαία βάση κατέγραψε οριακή αρνητική τιμή (-0,1% QoQ) για πρώτη φορά από το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Από την πλευρά των δαπανών, σημειώνεται ότι η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζει να αυξάνεται σε τριμηνιαία βάση, παρότι σε ήδη υψηλό επίπεδο, γεγονός που πρέπει να συσχετιστεί με το αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης. Δεδομένου ότι ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου συρρικνώθηκε το πρώτο τρίμηνο 2023, καθώς και της επιβράδυνσης των εισαγωγών, η αύξηση της κατανάλωσης φαίνεται πως αφορούσε εγχωρίως παραγόμενες υπηρεσίες (πχ. στην εστίαση), προς τις οποίες πιθανώς σημειώθηκε μετατόπιση έναντι των αγαθών. Επιβράδυνση σημειώνεται και στις επενδύσεις παγίων, η οποία είναι εντονότερη στην υποκατηγορία Μηχανολογικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα (YoY: -10,2%, QoQ: -17,9%), η οποία πιθανώς συσχετίζεται και με την απουσία εγγραφής οπλικών συστημάτων αυτό το τρίμηνο.
Η μεγαλύτερη αρνητική συνεισφορά στη μεταβολή του ΑΕΠ όμως προέρχεται από την αρνητική μεταβολή στα αποθέματα, τόσο σε ετήσια όσο και σε τριμηνιαία βάση, η οποία αντιστρέφει την τάση των προηγούμενων τριμήνων στα οποία σημαντικό μέρος της σημειούμενης ανάπτυξης προερχόταν από τα αποθέματα. Γενικά, το μέγεθος αυτό είναι υπολειμματικό, καθώς ως αποθέματα στατιστικά καταγράφονται οι διαφορές μεταξύ των υπολογισμών του ΑΕΠ σε όρους εισοδημάτων και δαπάνης. Επομένως, εμπεριέχει πολύ θόρυβο και σφάλματα μέτρησης. Δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό τα αποθέματα αφορούν ημιτελή επενδυτικά αγαθά ή εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά. Το πρώτο όμως είναι λιγότερο πιθανό δεδομένου ότι δεν καταγράφεται κάποια αξιόλογη αύξηση των επενδύσεων παγίων στο τρέχον ή αναδρομικά σε προηγούμενα τρίμηνα.
Οι εξαγωγές παρουσίασαν σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, έναντι πτώσης των εισαγωγών σε τριμηνιαία βάση, εν μέρει λόγω μείωσης και των τιμών των ενεργειακών προϊόντων. Ως αποτέλεσμα, οι καθαρές εξαγωγές είχαν τη μεγαλύτερη θετική συνεισφορά στην τριμηνιαία μεταβολή του ΑΕΠ.
Υπό το πρίσμα της προσέγγισης της παραγωγής, οι συγκεντρωτικοί κλάδοι που κατέγραψαν την υψηλότερη αύξηση σε όρους πραγματικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας πρώτο τρίμηνο 2023 ήταν: 1ον τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία, επισκευές ειδών νοικοκυριού και άλλες υπηρεσίες (10,8% QoQ, 12,0% YoY), 2ον κατασκευές (2,4% QoQ, 19,9% YoY) και 3ον επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (3,6% QoQ, 17,2% YoY). Το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευές οχημάτων και μοτοσικλετών, μεταφορά και αποθήκευση, υπηρεσίες παροχής καταλύματος και υπηρεσίες εστίασης παρέμεινε σε ανοδική τροχιά (0,6% QoQ, 4,0% YoY), ενώ το σύνολο της βιομηχανίας, παρά την ενίσχυση των μηνιαίων δεικτών παραγωγής βιομηχανίας-μεταποίησης, κινήθηκε καθοδικά (-0,1 QoQ%, -2,3% ΥοΥ).
Βάσει των σημερινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, η στατιστική επίδραση βάσης του 2022 μειώθηκε στις 1,1 ποσοστιαίες μονάδες από 1,5 μονάδες προηγουμένως. Σημειώνεται ότι το πρώτο τρίμηνο του έτους είναι συνήθως σχετικά πιο αδύναμο ενώ και η επίδραση βάσης δεν είναι ευνοϊκή λόγω της υψηλής περυσινής αύξησης.
Τέλος, σημειώνεται η σημαντική τριμηνιαία υποχώρηση των αποπληθωριστών στον εξωτερικό τομέα στα εποχικά διορθωμένα στοιχεία το Q1, στις εξαγωγές και τις εισαγωγές, τις υπηρεσίες και τα αγαθά. Ειδικά στις εισαγωγές σημειώνεται πτώση σε ετήσια βάση, δηλαδή οι τιμές, με βάση το 2015, είναι χαμηλότερες στο α’ τρίμ. 2023 από ότι στο α’ τρίμ. 2022, πιθανώς εν μέρει λόγω καυσίμων. Αυτές οι τάσεις στις τιμές των εισαγωγών πιθανώς δεν ευνοούν το εξωτερικό ισοζύγιο σε όρους εθνικών λογαριασμών.»