Με κύρια προωθητική δύναμη την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους, πέρασαν το 2022 σε κερδοφορία οι ελληνικές τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος για το 9μηνο του 2022, οι τράπεζες εξοικονόμησαν 6,332 δισ. ευρώ από τη μείωση προβλέψεων για «κόκκινα» δάνεια. Η ΤτΕ επισημαίνει ότι βασική απειλή για την κερδοφορία των τραπεζών αποτελεί η ανάγκη να δανεισθούν με υψηλά επιτόκια περισσότερα από 10 δισ. με εκδόσεις ομολόγων στη διεθνή αγορά.
Τα πολυσυζητημένα οφέλη για τις τράπεζες από την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, που επιταχύνθηκε το 2021 με τιτλοποιήσεις μεγάλης κλίμακας, αποκρυσταλλώθηκαν στις οικονομικές καταστάσεις του 9μήνου 2022 και είναι αρκετά εντυπωσιακά:
- Είναι χαρακτηριστικό ότι οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, που είχαν εκτιναχθεί στα 7,673 δισ. το 2021 και είχαν βυθίσει τις τράπεζες σε ζημιές, στο 9μηνο του 2022 ήταν μειωμένες στα 1,341 δισ.
- Αυτή η τεράστια διαφορά στο κόστος του πιστωτικού κινδύνου ήταν ο κύριος παράγοντας αντιστροφής των οικονομικών αποτελεσμάτων, με πέρασμα από ζημιές σε κέρδη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τράπεζες πέρασαν από ζημιές 4,396 δισ. σε κέρδη προ φόρων 3,403 δισ., μια διαφορά 7,779 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 6,332 δισ., ή ποσοστό 81%, προήλθαν από τη μείωση των προβλέψεων.
- Η άλλη πλευρά του νομίσματος της εξυγίανσης χαρτοφυλακίων με την τιτλοποίηση «κόκκινων» δανείων που φεύγουν από τους ισολογισμούς είναι η δυσκολία των τραπεζών να αυξήσουν τα έσοδα από τόκους, καθώς χάνουν τις λογιστικές εγγραφές τόκων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Πάντως, τα έσοδα από τόκους μειώθηκαν οριακά το 2022, κατά -0,2%, καθώς οι τράπεζες αναπλήρωσαν σε μεγάλο βαθμό τα έσοδα από «κόκκινα» δάνεια με έσοδα από νέα, υγιή δάνεια.
Εκτός από τις μειωμένες προβλέψεις, η τραπεζική κερδοφορία έλαβε ώθηση από έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες. Οι τράπεζες αύξησαν κατά 17% τα καθαρά έσοδα από προμήθειες, που ανήλθαν σε 1,272 δισ., ενώ τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις εκτινάχθηκαν 53,7% υψηλότερα από το 2021 και ξεπέρασαν τα 1,9 δισ. ευρώ.
Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, στο 14,5% στο τέλος Δεκεμβρίου, παρότι στην ευρωζώνη οι αντίστοιχοι δείκτες των τραπεζών μειώθηκαν, όπως επισημαίνει η ΤτΕ. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο των τραπεζών μειώθηκε περαιτέρω, στο 8,7%, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι τα δάνεια που κινδυνεύουν να γίνουν «κόκκινα» (δάνεια του Σταδίου 2) μειώθηκαν από 12,6% σε 10,7% του συνόλου των δανείων, στοιχείο που δείχνει ότι οι τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν προς το παρόν κίνδυνο επιδείνωσης της ποιότητας των χαρτοφυλακίων τους.
Τα αποτελέσματα των τραπεζών
Εννεάμηνο 2021 | Εννεάμηνο 2022 | Μεταβολή (%) | |
(ποσά σε εκατ. ευρώ) | |||
Λειτουργικά έσοδα | 6.616 | 7.965 | 20,4 |
Καθαρά έσοδα από τόκους | 4.209 | 4.053 | -3,7 |
– Έσοδα από τόκους | 5.400 | 5.387 | -0,2 |
– Έξοδα τόκων | -1.191 | -1.334 | 12 |
Καθαρά έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες | 2.407 | 3.912 | 62,5 |
– Καθαρά έσοδα από προμήθειες | 1.088 | 1.272 | 17 |
– Έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις | 1.238 | 1.902 | 53,7 |
– Λοιπά έσοδα | 82 | 738 | >100 |
Λειτουργικά έξοδα | -3.075 | -2.932 | -4,6 |
Δαπάνες προσωπικού | -1.543 | -1.363 | -11,7 |
Διοικητικά έξοδα | -1.107 | -1.125 | 1,7 |
Αποσβέσεις | -425 | -444 | 4,4 |
Καθαρά έσοδα (λειτουργικά έσοδα – λειτουργικά έξοδα) | 3.541 | 5.033 | 42,1 |
Προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο | -7.673 | -1.341 | -82,5 |
Λοιπές ζημίες απομείωσης | -183 | -162 | -11,8 |
Μη επαναλαμβανόμενα κέρδη/ζημίες | -81 | -128 | 57,8 |
Κέρδη/ζημίες προ φόρων | -4.396 | 3.403 | - |
Φόροι | -260 | -799 | >100 |
Κέρδη/ζημίες από διακοπτόμενες δραστηριότητες | 39 | 299 | >100 |
Κέρδη/ζημίες μετά από φόρους | -4.617 | 2.903 | - |
Ο κίνδυνος από τα ομόλογα MREL
Μέχρι τώρα έχει συζητηθεί εκτενώς το όφελος που θα έχουν οι τράπεζες, με τη μορφή της αύξησης του περιθωρίου επιτοκίου, από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, που ήδη έχουν αυξηθεί σωρευτικά κατά 3,5% από το περασμένο καλοκαίρι και οι αγορές προεξοφλούν ότι θα αυξηθούν περαιτέρω, κατά μισή μονάδα, τους επόμενους μήνες.
Όμως, η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι η αύξηση επιτοκίων δεν φέρνει μόνο οφέλη, αλλά και επιβαρύνσεις για τις τράπεζες, καθώς είναι υποχρεωμένες να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές για την κάλυψη εποπτικών υποχρεώσεων (MREL) και θα κληθούν να εκδώσουν ομόλογα με υψηλά επιτόκια.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει η ΤτΕ,
- Σχετικά με τις προοπτικές της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών, αυξητικά επιδρούν η άνοδος των επιτοκίων και η πιστωτική επέκταση, που ενισχύουν τα έσοδα από τόκους. Από την άλλη πλευρά όμως, η αυστηροποίηση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς έχει οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με αποτέλεσμα την αύξηση των δαπανών για τόκους.
- Ο παράγοντας αυτός αναμένεται να διατηρηθεί, καθώς θα συνεχίζονται οι εκδόσεις ομολόγων των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο της προόδου προς την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων.
- Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, στο τέλος του Σεπτεμβρίου 2022 απέμεναν περίπου 10,6 δισεκ. ευρώ που πρέπει να καλυφθούν από αντίστοιχες ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους τύπους επιλέξιμων στοιχείων παθητικού έως το τέλος του 2025.
Για να αντιμετωπίσουν με λιγότερο κόστος οι τράπεζες αυτές τις εκδόσεις τίτλων, ιδιαίτερη σημασία θα έχει η αναβάθμιση των πιστοληπτικών τους αξιολογήσεων, που συνδέεται στενά με την αντίστοιχη αναβάθμιση της αξιολόγησης του Δημοσίου, με ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Όπως τονίζει η ΤτΕ, «ενδεχόμενες περαιτέρω αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να συμβάλουν στη συγκράτηση του κόστους δανεισμού τους από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές».
Τι επισημαίνει η ΤτΕ για τα οικονομικά αποτελέσματα των τραπεζών
Ειδικότερα, η Τράπεζα της Ελλάδος διατυπώνει τις ακόλουθες επισημάνσεις για τα οικονομικά αποτελέσματα των τραπεζών στο σχετικό κεφάλαια της Έκθεσης του Διοικητή για το 2022:
- «Το εννεάμηνο του 2022 οι τραπεζικοί όμιλοι της ευρωζώνης, ως σύνολο, παρουσίασαν αύξηση της κερδοφορίας (κατά 6,6% σε σχέση με το εννεάμηνο του 2021) και της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων. Η εξέλιξη αυτή επήλθε κυρίως ως αποτέλεσμα της ανόδου των επιτοκίων, από το δεύτερο εξάμηνο του 2022, η οποία επέφερε αύξηση των λειτουργικών εσόδων (+7,7%), αλλά και της μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, οι οποίες αντιστάθμισαν την αύξηση των λειτουργικών εξόδων.
- Το εννεάμηνο του 2022 οι ελληνικές τράπεζες ενίσχυσαν σημαντικά την κερδοφορία τους, καταγράφοντας κέρδη κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Αναλυτικότερα, τα λειτουργικά έξοδα μειώθηκαν, ενώ τα λειτουργικά έσοδα αυξήθηκαν κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησης των καθαρών εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες (προμήθειες, έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα). Τα έσοδα από τόκους αναμένεται να ενισχυθούν στο σύνολο του 2022, με την αύξηση των επιτοκίων στα δάνεια κατά το δεύτερο εξάμηνο.
- Σχετικά με τις προοπτικές της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών, αυξητικά επιδρούν η άνοδος των επιτοκίων και η πιστωτική επέκταση, που ενισχύουν τα έσοδα από τόκους. Από την άλλη πλευρά όμως, η αυστηροποίηση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς έχει οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με αποτέλεσμα την αύξηση των δαπανών για τόκους. Ο παράγοντας αυτός αναμένεται να διατηρηθεί καθώς θα συνεχίζονται οι εκδόσεις ομολόγων των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο της προόδου προς την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων.
- Σε αυτό το πλαίσιο, ενδεχόμενες περαιτέρω αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να συμβάλουν στη συγκράτηση του κόστους δανεισμού τους από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
- Μια επιπλέον πρόκληση για την κερδοφορία των τραπεζών προέρχεται από την επίδραση της αύξησης στο κόστος χρηματοδότησής τους, με μια ενδεχόμενη σημαντική αύξηση στα επιτόκια καταθέσεων να επιδρά ιδιαίτερα αυξητικά στις δαπάνες για τόκους.
- Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδο ευρωζώνης υποχώρησαν το Σεπτέμβριο του 2022 σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2021. Αντίθετα, για τις ελληνικές τράπεζες, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1-CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σημαντικά στο 14,5% το Δεκέμβριο του 2022 (από 13,6% το Δεκέμβριο του 2021), όπως και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio ‒ TCR) στο 17,5% (από 16,2% το Δεκέμβριο του 2021), παραμένοντας αμφότεροι χαμηλότερα από τους αντίστοιχους δείκτες σε επίπεδο ευρωζώνης. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (fully loaded capital ratios), ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1) αυξήθηκε σε 13,4% το Δεκέμβριο του 2022 από 11,7% το Δεκέμβριο του 2021 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (TCR) σε 16,4% από 14,4% αντίστοιχα.
- Για τις τράπεζες της ευρωζώνης, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) συνέχισε την πτωτική του πορεία. Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό των εξυπηρετούμενων δανείων που παρουσιάζουν σημαντικά αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο σε σύγκριση με την αρχική αναγνώριση (stage 2 loans) ως προς το σύνολο των δανείων συνέχισε να αυξάνεται το Σεπτέμβριο του 2022 για τέταρτο συνεχόμενο τρίμηνο, σε συνάφεια με το δυσμενέστερο μακροοικονομικό περιβάλλον.
- Για τις ελληνικές τράπεζες, το 2022 η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση βελτιώθηκε. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων για το σύνολο του τραπεζικού τομέα αποκλιμακώθηκε περαιτέρω (Δεκέμβριος 2022: 8,7%, Δεκέμβριος 2021: 12,8%), αλλά παρέμεινε σημαντικά υψηλότερος από τον αντίστοιχο λόγο σε επίπεδο ευρωζώνης, ενώ όλες οι σημαντικές τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ.
- Τέλος, το ποσοστό των εξυπηρετούμενων δανείων που παρουσιάζουν σημαντικά αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο σε σύγκριση με την αρχική αναγνώριση (stage 2 loans) ως προ το σύνολο των δανείων μειώθηκε το Δεκέμβριο του 2022 σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2021 (10,7% και 12,6%). Το Δεκέμβριο του 2022 περίπου το 36% του συνόλου των ΜΕΔ συνδεόταν με ρυθμίσεις,ενώ επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που τίθενται σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζει πάλι καθυστέρηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Το σύνολο των δανείων στα οποία έχουν εφαρμοστεί ρυθμίσεις (δηλ. συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εξυπηρετούνται κανονικά) ανέρχεται σε 11,4 δισεκ. ευρώ.
Συνοπτικά, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας το επόμενο διάστημα αντιμετωπίζει προκλήσεις, οι οποίες σχετίζονται με την ανάγκη ενίσχυσης της κερδοφορίας του. Συγκεκριμένα, η αύξηση των επιτοκίων αφενός ενισχύει τα έσοδα από τόκους, αλλά ταυτόχρονα, λόγω της αύξησης του κόστους δανεισμού διεθνώς, επιδρά αυξητικά και στις δαπάνες για τόκους, σε μια συγκυρία όπου οι τράπεζες πρέπει να σημειώσουν πρόοδο προς την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων. Έτσι, μια ενδεχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην Επενδυτική Κατηγορία θα είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις τράπεζες, καθώς, μέσω και της συνακόλουθης αναβάθμισής τους, συνεπάγεται συγκράτηση του κόστους δανεισμού τους».