Ενώ αναμένονται εξελίξεις τα αμέσως επόμενα 24ωρα για την τύχη του εγχειρήματος της Praxia Bank, της τράπεζας που σχεδιάσθηκε για να γίνει η πρώτη «ψηφιακή τράπεζα» στην Ελλάδα, πολλές συζητήσεις στην τραπεζική αγορά γίνονται για τον εμπνευστή του εγχειρήματος, τον άλλοτε πανίσχυρο CEO της Barclay's, Μπομπ Ντάιαμοντ, το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί με καταστροφικές επενδυτικές επιλογές, μετά την (όχι ιδιαίτερα τιμητική...) έξοδό του από τον κραταιό βρετανικό, τραπεζικό όμιλο.
Το σκάνδαλο της χειραγώγησης του Libor, με σημαντική συμμετοχή της Barclay's, προκάλεσε τον άδοξο τερματισμό μιας, κατά τα άλλα, σπουδαίας σταδιοδρομίας του Αμερικανού τραπεζίτη στην Barclay's, αν και δεν του αποδόθηκαν ευθύνες από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Βρετανίας (FSA). Ανακοινώνοντας την παραίτησή του, τον Ιούλιο του 2012, ο Ντάιαμοντ είχε δηλώσει ότι οδηγήθηκε σε αυτή την απόφαση για να εκτονωθεί η εξωτερική πίεση, που θα προκαλούσε ζημιά στην εικόνα του τραπεζικού ομίλου.
Ο 67χρονος Ντάιαμοντ δεν έφυγε από το προσκήνιο του διεθνούς χρηματοοικονομικού τομέα στα χρόνια που ακολούθησαν. Η Praxia Bank ήταν ένα από project που προσπάθησε να υλοποιήσει, μέσω της Atlas Capital, του επενδυτικού οχήματος που ανέλαβε διάφορα project του Ντάιμοντ ανά τον κόσμο.
Το παράδοξο σήμερα είναι ότι ο Ντάιαμοντ και οι κεφαλαιούχοι που τον υποστηρίζουν δεν επιθυμούν να τοποθετήσουν νέα κεφάλαια, έως και 200 εκατ. ευρώ, για να τεθεί πραγματικά σε λειτουργία η Praxia και να φανεί αν μπορεί να υλοποιηθεί το επιχειρηματικό της σχέδιο και αναζητούν αγοραστή της τράπεζας, που θα αναλάβει ένα project, το οποίο οι ίδιοι δεν θέλουν να στηρίξουν.
Αναμφίβολα, ο τρόπος που εξελίσσεται το project της Praxia Bank, ενώ φαινόταν ότι είχε τις προϋποθέσεις να προσφέρει ένα «πακέτο» υπηρεσιών που θα έβρισκε ζήτηση στην ελληνική αγορά (μια ψηφιακή τράπεζα για υπηρεσίες λιανικής) δεν επιβεβαιώνει την φήμη του Ντάιμοντ ως κορυφαίου τραπεζίτη και deal maker. Όμως, και η γενικότερη πορεία του ως τώρα, μετά την έξοδο από την Barclay's, έχει συνδεθεί με καταστροφικές επιλογές, από τις οποίες οι επενδυτές του, μεταξύ των οποίων και η βασιλική οικογένεια του Κατάρ, έχουν «κάψει» πολλά κεφάλαια:
Η Atlas Mara: Στα τέλη του 2013, ο Ντάιμοντ, μαζί με το διάσημο επιχειρηματία Ashish Thakkar, ένα 40ρη Βρετανό που έχει εγκασταθεί στην Αφρική και ειδικεύεται σε project στην αφρικανική ήπειρο, ίδρυσε την Atlas Mara, με στόχο να προχωρήσει σε σημαντικά επενδυτικά σχέδια στον τραπεζικό τομέα στην αφρικανική ήπειρο. Η εταιρεία εισήγαγε τις μετοχές της στην Εναλλακτική Αγορά του Λονδίνου (AIM) για τις μικρές εταιρείες και άντλησε 325 εκατ. δολ. Έκτοτε, όμως, οι μεγάλες υποσχέσεις για κέρδη από την ανερχόμενη τραπεζική αγορά της Αφρικής δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Η μετοχή έχει χάσει πάνω από 90% της αξίας της στην AIM, όπως φαίνεται στο γράφημα. Με τους αναλυτές να κάνουν λόγο για εσφαλμένες επενδυτικές τοποθετήσεις και κακή διοίκηση που αύξησε τις δαπάνες, ο Ντάιαμοντ τελικά αποχώρησε από τη θέση του CEO, τον περασμένο Φεβρουάριο, «για να αφοσιωθεί στο ρόλο του CEO της Atlas Merchant Capital», στο χαρτοφυλάκιο της οποίας βρίσκονται η Panmure Gordon και η Praxia Bank.
Το «ναυάγιο» της Atlas Mara
Η Panmure Gordon: Ένα άλλο μεγάλο τραπεζικό project του Μπομπ Ντάιμοντ, ήταν η προσπάθειά του να μετατρέψει μια μικρή χρηματιστηριακή εταιρεία του Σίτι, την Panmure Gordon, στην «Επενδυτική Τράπεζα του 21ου Αιώνα», όπως δηλωνόταν με αρκετές δόσεις υπερβολής. Όπως έγραψαν οι Financial Times, όμως, στα τέλη του Σεπτεμβρίου, στον πρώτο χρόνο πλήρους ιδιοκτησίας της Panmure Gordon από την επενδυτική ομάδα του Ντάιαμοντ, η μικρή χρηματιστηριακή αύξηση υπερβολικά το λειτουργικό της κόστος, με αποτέλεσμα να εγγράψει πολύ αυξημένες ζημιές, ύψους σχεδόν 24 εκατ. λιρών. Η χρηματιστηριακή εξαγοράσθηκε από την Atlas Merchant Capital για 15,5 εκατ. λίρες, ενώ οι επενδυτές του Ντάιαμοντ, στους οποίους περιλαμβάνεται και η βασιλική οικογένεια του Κατάρ, εισέφεραν άλλα 46 εκατ. λίρες, μόνο και μόνο για να δουν, στο τέλος του 2018, αντί να αυξάνονται τα έσοδα της εταιρείας, να μειώνονται από τα 28 στα 20 εκατ. λίρες. Το μέλλον της «Επενδυτικής Τράπεζας του 21ου Αιώνα» παραμένει αβέβαιο, καθώς ως τώρα το μόνο που αυξάνεται είναι οι δαπάνες για ακριβοπληρωμένα, νέα στελέχη...