Η «πρόβα πολέμου» της Κίνας ενάντια στην Ταϊβάν, με εκτοξεύσεις πυραύλων σε θαλάσσιες περιοχές αμέσως μετά την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι, επαναφέρει στο προσκήνιο μία αντιπαράθεση που ξεκίνησε στα μισά του περασμένου αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, καθώς η Κίνα έχει σταθερό στόχο την ενσωμάτωση της Ταϊβάν, η οποία όμως επιδιώκει, εξίσου σταθερά, να παραμείνει μακριά από τον διοικητικό έλεγχο της Κίνας.
Η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν δικό της έδαφος, στην ουσία ως μία αποσχιθείσα περιοχή, την οποία θέλει να ενσωματώσει, ενώ οι πολίτες της Ταϊβάν, αν και δεν επιθυμούν την πλήρη ανεξαρτησία, που θα οδηγούσε σε σύγκρουση με το Πεκίνο, ωστόσο στη συντριπτική τους πλειοψηφία αντιτάσσονται στην ενσωμάτωση. Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το BBC, σε πρόσφατη δημοσκόπηση, τον Ιούνιο, μόλις το 5,2% των Ταϊβανέζων επιθυμούν την ανεξαρτησία της χώρας και μόνο 1,3% την ένωσή της με την Κίνα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων θέλει να διατηρηθεί το τρέχον καθεστώς αυτονομίας.
Μία ιστορία συγκρούσεων
Η Κίνα και η Ταϊβάν έχουν χωριστεί από το 1949, όταν ο κινεζικός εμφύλιος τελείωσε με τη νίκη των κομμουνιστών υπό την ηγεσία του Μάο Τσε Τουνγκ. Οι ηττημένοι Εθνικιστές, με επικεφαλής τον αρχηγό του κόμματος Kuomintang (KMT), Τσιανγκ Κάι Σεκ, υποχώρησαν στην Ταϊβάν. Η Ταϊβάν, η οποία κυβερνάται ανεξάρτητα από τότε, είναι επίσημα γνωστή ως Δημοκρατία της Κίνας ενώ η ηπειρωτική χώρα ονομάζεται Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Το νησί χωρίζεται από την ηπειρωτική χώρα από το στενό της Ταϊβάν. Έχει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και περίπου 23 εκατομμύρια κατοίκους. Για περισσότερες από επτά δεκαετίες, το Πεκίνο συνέχισε να βλέπει την Ταϊβάν ως κινεζική επαρχία και ορκίζεται να την «ενώσει» με την ηπειρωτική χώρα.
Οι πρώτοι άποικοι στην Ταϊβάν ήταν αυστρονησιακές φυλές, οι οποίοι πιστεύεται ότι κατάγονταν από τη σύγχρονη νότια Κίνα. Το νησί φαίνεται να εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα κινεζικά αρχεία το 239 μ.Χ., όταν ένας αυτοκράτορας έστειλε ένα εκστρατευτικό σώμα για να εξερευνήσει την περιοχή -πρόκειται για ένα ιστορικό γεγονός που χρησιμοποιεί το Πεκίνο για να υποστηρίξει την εδαφική του αξίωση.
Μετά από μια σχετικά σύντομη περίοδο ως ολλανδική αποικία (1624-1661), η Ταϊβάν διοικήθηκε από τη δυναστεία Τσινγκ της Κίνας από το 1683 έως το 1895. Από τον 17ο αιώνα, σημαντικός αριθμός μεταναστών άρχισαν να φτάνουν από την Κίνα. Το 1895, η Ιαπωνία κέρδισε τον Πρώτο Σινο-Ιαπωνικό Πόλεμο και η κυβέρνηση έπρεπε να παραχωρήσει την Ταϊβάν στην Ιαπωνία. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιαπωνία παραδόθηκε και παραιτήθηκε από τον έλεγχο του εδάφους που είχε πάρει από την Κίνα. Η Δημοκρατία της Κίνας (ROC) -ένας από τους νικητές του πολέμου- άρχισε να κυβερνά την Ταϊβάν με τη συγκατάθεση των συμμάχων της, των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Ταϊβάν ακολούθησε πορεία προς τη δημοκρατία. Ο γιος του Τσιανγκ Κάι Σεκ, Τσιάνγκ Τσινγκ-κουό επέτρεψε περισσότερο εκδημοκρατισμό μετά την άνοδό του στην εξουσία, έχοντας να αντιμετωπίσει ένα δημοκρατικό κίνημα που ενισχυόταν. Ο πρόεδρος Λι Τενγκ-Χούι (1988-2000), γνωστός ως «πατέρας της δημοκρατίας» στην Ταϊβάν, προχώρησε τις συνταγματικές αλλαγές, που άνοιξαν τον δρόμο για την εκλογή του πρώτου προέδρου ο οποίος δεν προερχόταν από το KMT, του Τσεν Σουί Μπιαν, το 2000.
Οι σχέσεις άρχισαν να βελτιώνονται τη δεκαετία του 1980, καθώς η Ταϊβάν χαλάρωσε τους κανόνες σχετικά με τις επισκέψεις και τις επενδύσεις στην Κίνα. Το 1991, διακήρυξε ότι ο πόλεμος με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είχε τελειώσει. Η Κίνα πρότεινε τη λεγόμενη επιλογή «μία χώρα, δύο συστήματα», η οποία, όπως υποσχόταν το Πεκίνο, θα επέτρεπε στην Ταϊβάν σημαντική αυτονομία εάν συμφωνούσε να τεθεί υπό τον έλεγχο της Κίνας. Με το ίδιο σύστημα επέστρεψε το Χονγκ Κονγκ στην Κίνα το 1997, στην πορεία όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας κατέλυσε τους δημοκρατικούς θεσμούς του Χονγκ Κονγκ και επέβαλε τη δική του αυταρχική διακυβέρνηση, με σκληρή καταστολή των αντιφρονούντων.
Η Ταϊβάν -ευτυχώς, αν κρίνει κανείς από την εμπειρία του Χονγκ Κονγκ...- απέρριψε την προσφορά και το Πεκίνο επέμεινε ότι η κυβέρνηση ROC της Ταϊβάν είναι παράνομη. Ανεπίσημα, εκπρόσωποι των δύο πλευρών είχαν ακόμη περιορισμένες συνομιλίες.
Στη συνέχεια, το 2000, η Ταϊβάν εξέλεξε τον Τσεν Σούι-μπιάν ως πρόεδρο, προκαλώντας τον συναγερμό του Πεκίνου. Ο κ. Τσεν και το κόμμα του, το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP), είχαν υποστηρίξει ανοιχτά την ανεξαρτησία. Ένα χρόνο μετά την επανεκλογή του κ. Τσεν, το 2004, η Κίνα ψήφισε έναν λεγόμενο νόμο κατά της απόσχισης, ο οποίος δηλώνει το δικαίωμα της Κίνας να χρησιμοποιεί «μη ειρηνικά μέσα» κατά της Ταϊβάν εάν προσπαθούσε να «αποσχιστεί» από την Κίνα.
Τον Τσεν διαδέχθηκε ο Μα Γινγκ-Τζέου του KMT το 2008, ο οποίος προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις μέσω οικονομικών συμφωνιών. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 2016, εξελέγη η σημερινή πρόεδρος της Ταϊβάν, Τσάι Ινγκ-γουέν, η οποία ηγείται του DPP, που στο παρελθόν υποστήριζε την ανεξαρτησία.
Η ρητορική οξύνθηκε περαιτέρω το 2018, καθώς το Πεκίνο αύξησε την πίεση στις διεθνείς εταιρείες, απειλώντας ότι, εάν δεν καταχωρούσαν την Ταϊβάν ως μέρος της Κίνας στους ιστότοπούς τους, θα τις εμπόδιζε να δραστηριοποιούνται στην Κίνα. Η κ. Τσάι κέρδισε μια δεύτερη θητεία το 2020 με ένα ρεκόρ 8,2 εκατομμυρίων ψήφων, κάτι που θεωρήθηκε ευρέως ως «μήνυμα» προ το Πεκίνο.
Οι οικονομικοί δεσμοί
Ενώ η πολιτική πρόοδος ήταν αργή, οι δεσμοί μεταξύ των οικονομιών των δύο χωρών είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένοι. Από το 1991 έως το τέλος Μαΐου 2021, οι επενδύσεις της Ταϊβάν στην Κίνα ανήλθαν συνολικά σε 193,5 δισ. δολάρια
Μερικοί Ταϊβανέζοι ανησυχούν ότι η οικονομία τους εξαρτάται πλέον από την Κίνα. Άλλοι πιστεύουν ότι οι στενότεροι επιχειρηματικοί δεσμοί καθιστούν λιγότερο πιθανή την κινεζική στρατιωτική δράση, λόγω του κόστους για την ίδια την οικονομία της Κίνας.
Μια αμφιλεγόμενη εμπορική συμφωνία πυροδότησε το «Κίνημα του Ηλίανθου» το 2014, όπου φοιτητές και ακτιβιστές κατέλαβαν το κοινοβούλιο της Ταϊβάν διαμαρτυρόμενοι για την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην Ταϊβάν. Επισήμως, το κυβερνών DPP εξακολουθεί να ευνοεί την επίσημη ανεξαρτησία της Ταϊβάν, ενώ το KMT ευνοεί την ενδεχόμενη ενοποίηση με την Κίνα.
Η θέση των ΗΠΑ στην κόντρα Πεκίνου – Ταϊπέι
Η μακροχρόνια πολιτική της Ουάσιγκτον ήταν η «στρατηγική ασάφεια»: οι ΗΠΑ στηρίζουν την Ταϊβάν και τους δημοκρατικούς θεσμούς της, παρέχουν όπλα, αλλά δεν δηλώνουν επίσημα ότι θα υπερασπιστούν τη χώρα σε ενδεχόμενο πολέμου με την Κίνα. Επισήμως, η Ουάσιγκτον επιμένει στην πολιτική «Μία Κίνα», η οποία αναγνωρίζει μόνο μία κινεζική κυβέρνηση -στο Πεκίνο- και έχει επίσημες διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο και όχι με την Ταϊπέι.
Αλλά έχει επίσης δεσμευτεί να προμηθεύσει την Ταϊβάν με αμυντικά όπλα και έχει τονίσει ότι οποιαδήποτε επίθεση από την Κίνα θα προκαλούσε «σοβαρή ανησυχία».
Τον Μάιο του 2022, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν απάντησε καταφατικά όταν ρωτήθηκε αν οι ΗΠΑ θα υπερασπίζονταν στρατιωτικά την Ταϊβάν, προκαλώντας σάλο. Αμέσως μετά, ο Λευκός Οίκος ξεκαθάρισε γρήγορα ότι η θέση των ΗΠΑ για την Ταϊβάν δεν είχε αλλάξει και επανέλαβε τη δέσμευσή του στην πολιτική «Μία Κίνα». Η επίσημη επίσκεψη της επικεφαλής της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι στην Ταϊπέι αντιμετωπίστηκε από το Πεκίνο ως «εχθρική αμερικανική ενέργεια».
Οι προθέσεις της Κίνας
Το Πεκίνο δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο χρήσης βίας για να επιδιώξει την επανένωση της Ταϊβάν με την Κίνα. Σε μια σημαντική ομιλία τον Ιανουάριο του 2019, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ κάλεσε για επανένωση και είπε ότι το status quo δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα.
«Δεν υποσχόμαστε να αποκηρύξουμε τη χρήση βίας και επιφυλασσόμαστε να χρησιμοποιήσουμε όλα τα απαραίτητα μέσα», είπε τότε. Ο Σι τόνισε επίσης ότι η επανένωση είναι απαραίτητη για την πραγματοποίηση του «κινεζικού ονείρου», του προγράμματός του που έχει στόχο να αποκατασταθεί το καθεστώς της μεγάλης δύναμης της χώρας στον κόσμο έως το 2049.
Μετά την επίσκεψη Πελόζι, που ερμηνεύθηκε από το Πεκίνο σαν μια αμερικανική προσπάθεια να υποστηριχθεί η ανεξαρτησία της Ταϊβάν, η Κίνα έστειλε μαχητικά, βομβαρδιστικά και αεροσκάφη επιτήρησης κοντά στην Ταϊβάν, αλλά και πολεμικά πλοία μέσω του στενού της Ταϊβάν σε μια επίδειξη δύναμης. Η προθυμία για χρήση βίας, σε συνδυασμό με τις ταχέως αναπτυσσόμενες στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας και την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, έχουν εγείρει φόβους ότι θα μπορούσε να προκληθεί μία σύγκρουση.
Πάντως, φαίνεται ότι ο Κινέζος πρόεδρος θα αποφύγει να κλιμακώσει περαιτέρω την κατάσταση, καθώς όπως εκτιμούν αναλυτές, δεν επιθυμεί έναν πόλεμο από ατύχημα, που θα μπορούσε να έχει άσχημη εξέλιξη για την Κίνα, δεδομένου ότι στην περιοχή βρίσκονται ισχυρές αεροναυτικές δυνάμεις. Στην παρούσα φάση, ο Κινέζος ηγέτης ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για την ανανέωση της θητείας του στο επικείμενο συνέδριο του ΚΚΚ και για τα σοβαρά προβλήματα της οικονομίας, παρά για το ζήτημα της Ταϊβάν. Το πιθανότερο, όπως εκτιμάται, είναι ότι οι κινεζικές δυνάμεις θα κάνουν μια επίδειξη ισχύος και θα αποχωρήσουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Κίνα δεν θα προσπαθήσει, όταν αισθανθεί ότι είναι έτοιμη, να διεκδικήσει ακόμη και με στρατιωτικά μέσα την Ταϊβάν.