Η ώρα της κρίσης πλησιάζει ταχέως για την τουρκική οικονομία, που έχει ξεμείνει από συναλλαγματικά αποθέματα, με τη λίρα να διολισθαίνει την Παρασκευή σε νέο ιστορικό χαμηλό, στις 7,37 λίρες/δολ. Όπως τονίζει σε άρθρο του ο Αμερικανός καθηγητής Οικονομικών και βετεράνος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντέσμοντ Λάκμαν, για την Άγκυρα έχει πλέον φθάσει η ώρα της προσφυγής στο ΔΝΤ, καθώς η μοναδική εναλλακτική λύση θα ήταν η καταστροφική για την οικονομία επιβολή capital controls, ως τελευταίο μέσο αποτροπής της διολίσθησης του νομίσματος.
Στο παρασκήνιο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η τουρκική κυβέρνηση κάνει μια ύστατη προσπάθεια να αποτρέψει τη συναλλαγματική κρίση, αντλώντας άλλη μία ένεση συναλλάγματος σε συμφωνία με ξένη χώρα, όπως τα 15 δισ. δολ. που άντλησε φέτος από το Κατάρ, στο οποίο η Τουρκία παρέχει στρατιωτική προστασία, ή από την κυβέρνηση της Τρίπολης, τον Ιούνιο, που πρόσφερε 12 δισ. δολ., ως αντάλλαγμα για την τουρκική στρατιωτική παρέμβαση στον εμφύλιο της Λιβύης. Αυτή την φορά, όμως, για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, τα περιθώρια για τέτοιες παροχές συναλλάγματος είναι πολύ στενά.
Πηγή των μεγαλύτερων κινδύνων για την τουρκική οικονομία δεν είναι, εξάλλου, οι επιθέσεις ξένων στη λίρα, αλλά η απώλεια εμπιστοσύνης των Τούρκων πολιτών και των επιχειρήσεων, που μετατρέπουν τις λίρες τους σε συνάλλαγμα με ταχείς ρυθμούς, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα να έχουν αυξηθεί κατά 27% φέτος, φθάνοντας σχεδόν στα 220 δισ. δολ.
«Ώρα να καλέσει η Τουρκία το ΔΝΤ»
Ο Ντέσμοντ Λάκμαν, που έχει υπηρετήσει σε υψηλόβαθμες θέσεις του ΔΝΤ ως τα μέσα της δεκαετίας του '90, φθάνοντας σε βαθμό υποδιευθυντή, ενώ διετέλεσε υπεύθυνος για τις αναδυόμενες αγορές στην Salomon Smith Barney, τονίζει στο άρθρο του, με τίτλο «Ώρα να καλέσει η Τουρκία το ΔΝΤ» ότι, όπως έλεγε ο αείμνηστος οικονομολόγος του MIT, Ρούντι Ντόρνμπους, «οι οικονομικές κρίσεις χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να συμβούν από όσο θα περίμενε κανείς, αλλά, όταν τελικά συμβαίνουν, αυτό γίνεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό από όσο θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι είναι δυνατό».
Όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος, που είναι σήμερα ερευνητής στο American Enterprise Institute,
- Ο πρόεδρος της Τουρκίας ανακαλύπτει τώρα ότι το ρητό του Ντόρνμπους ισχύει για την Τουρκία. Για πολλά χρόνια η Τουρκία κατάφερε με κάποιο τρόπο να αποφύγει μια πλήρη οικονομική κρίση, παρά την κατάφωρη μακροοικονομική κακοδιαχείριση και τον εναγκαλισμό εξαιρετικά ανορθόδοξων οικονομικών ιδεών. Ωστόσο, στις αρχές του τρέχοντος έτους με την έναρξη της πανδημίας COVID-19, η παλίρροια ξαφνικά γύρισε. Τα κεφάλαια άρχισαν να ρέουν εκτός χώρας, εξαντλώντας έτσι τα συναλλαγματικά αποθέματα και αφήνοντας το νόμισμά της σε ελεύθερη πτώση.
- Η Τουρκία βρίσκεται τώρα στην πλέον μη αξιοζήλευτη οικονομική κατάσταση. Ο τουριστικός τομέας της αποδεκατίζεται από την πανδημία, η κεντρική της τράπεζα έχει πλέον αρνητικά διεθνή αποθέματα, ο εταιρικός τομέας της έχει χρέος 300 δισ. δολ. και το τραπεζικό του σύστημα φαίνεται να έχει περισσότερες υποχρεώσεις σε συνάλλαγμα από συναλλαγματικά διαθέσιμα. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι ο πρόεδρος Ερντογάν φαίνεται να έχει χάσει εντελώς την εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική του τόσο από εγχώριους όσο και από ξένους επενδυτές λόγω του αλλοπρόσαλλου και αντισυμβατικού ύφους της οικονομικής διαχείρισης.
- Ένας τρόπος με τον οποίο ο Ερντογάν έχασε την αξιοπιστία του ήταν να διορίσει τον στερούμενο σχετικών προσόντων γαμπρό του ως υπουργό Οικονομικών. Ένας άλλος ήταν να εκκαθαρίσει το έμπειρο και ικανό προσωπικό της κεντρικής τράπεζας και να διορίσει έναν υποτακτικό του ως επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας. Ακόμη πιο ανησυχητική ήταν η αχαλίνωτη κλίση του Ερντογάν προς τις δημόσιες δαπάνες και ο ενθουσιώδης εναγκαλισμός της ιδέας ότι τα υψηλά επιτόκια προκαλούν αντί να θεραπεύουν τον πληθωρισμό.
- Αντιμέτωπος με μια συναλλαγματική κρίση που τώρα φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχο, ο Ερντογάν μπορεί να επιλέξει να πορευθεί η χώρα μόνη της χωρίς να ζητήσει διεθνή βοήθεια, με όλους τους κινδύνους που θα συνεπαγόταν η επιλογή. Εναλλακτικά, μπορεί να καταπιεί την υπερηφάνεια του και να καλέσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για παροχή βοήθειας για το ισοζύγιο πληρωμών, αν και αυτό θα σήμαινε ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει την επαναλαμβανόμενη δέσμευσή του ότι οι ημέρες του ΔΝΤ στην Τουρκία έχουν τελειώσει.
- Η επιλογή να μείνει μόνη της η χώρα σε μια εποχή που έχει ξεμείνει από συναλλαγματικά αποθέματα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η χώρα θα πρέπει σύντομα να επιβάλει capital controls για να αποτρέψει τη συνεχή υποχώρηση του νομίσματος. Αυτό με τη σειρά του θα δημιουργούσε τον κίνδυνο να βαθύνει η οικονομική ύφεση και να προκληθεί τραπεζική κρίση με την περαιτέρω καταστροφή της εμπιστοσύνης των ξένων και εγχώριων επενδυτών.
- Η προσέγγιση του ΔΝΤ για μια μεγάλη συμφωνία στήριξης θα προσφέρει στη χώρα τη δυνατότητα μιας πολύ ομαλότερης πορείας προσαρμογής από ό,τι αν πορευόταν μόνη της. Όχι μόνο θα μπορούσε το ΔΝΤ να βοηθήσει τη χώρα να αναπληρώσει τα εξαντλημένα διεθνή αποθέματά της και να αποφύγει την επιβολή των capital controls, αλλά θα πρόσφερε επίσης στη χώρα την ευκαιρία να αποκαταστήσει γρήγορα την αξιοπιστία της στις αγορές μέσω της σφραγίδας έγκρισης στις οικονομικές πολιτικές της χώρας.
Όπως τονίζει ο Λάκμαν, υπάρχουν δύο σοβαρά εμπόδια για τον Ερντογάν, προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια του Ταμείου. Αφενός, το ΔΝΤ θα θέσει αυστηρούς όρους για το δάνειό του και θα απαιτήσει από τον Ερντογάν να εγκαταλείψει τις κακές οικονομικές πολιτικές του. Θα επιμείνει σε αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας και σε ανοικοδόμηση των οικονομικών θεσμών που έχει τόσο άσχημα βλάψει. Το ΔΝΤ θα απαιτούσε να εγκαταλείψει τα φιλόδοξα έργα με δημόσιες δαπάνες και να συμφωνήσει στην επιθετική χρήση της πολιτικής επιτοκίων για να βοηθήσει στη στήριξη του νομίσματος.
Αφετέρου, για να πάρει το δάνειο η Τουρκία θα χρειαζόταν επίσης τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, του μεγαλύτερου μετόχου του ΔΝΤ. Αυτό με τη σειρά του θα απαιτούσε από τον Ερντογάν να διορθώσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, μια χώρα που στο παρελθόν φαινόταν να κάνει τα πάντα για να ανταγωνίζεται.
«Για το καλό της Τουρκίας», τονίζει στην κατάληξη του άρθρου ο Λάκμαν, «πρέπει να ελπίζουμε ότι ο Ερντογάν θα θέσει τώρα τη χώρα του πάνω από την προσωπική του υπερηφάνεια και θα ζητήσει σύντομα μια σανίδα σωτηρίας από το ΔΝΤ. Ωστόσο, κρίνοντας από τις προηγούμενες οικονομικές γκάφες του Ερντογάν και από την εξαιρετικά εθνικιστική πολιτική προσέγγισή του, η οικονομική κρίση της Τουρκίας πιθανότατα θα πρέπει να βαθύνει προτού ο Ερντογάν αναγκασθεί να κάνει στροφή προς το ΔΝΤ».
Το ίδιο το Ταμείο, παρότι γενικά ακολουθεί πολύ προσεκτική πολιτική στις τοποθετήσεις του για την Τουρκία, στην πρόσφατη έκθεση του για τις εξωτερικές ανισορροπίες των μεγάλων οικονομικών άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι ήδη, με βάση στοιχεία για τον Μάιο, τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας έχουν μειωθεί επικίνδυνα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ταμείου, στο τέλος του 2019 τα συναλλαγματικά αποθέματα επαρκούσαν κατά 85% για να καλύψουν τις εκτιμώμενες από το ΔΝΤ έκτακτες ανάγκες πληρωμών σε συνθήκες αναταραχής, αλλά το ποσοστό έπεσε απότομα τον Μάιο σε 67%. Αντίστοιχα, η κάλυψη του εξωτερικού χρέους από τα διαθέσιμα έπεσε από το 64% στο 46%.
Το Ταμείο συνιστά στην Τουρκία να κάνει, ουσιαστικά, μια στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική, προχωρώντας σε μεταρρυθμίσεις και συγκεντρώνοντας, αντί να ξοδεύει, συναλλαγματικά αποθέματα για να μπορεί να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις εξωτερικού χρέους και να αντιπαρέλθει την εξάρτησή της από βραχυχρόνιες τοποθετήσεις ξένων κεφαλαίων στη χώρα.
Το «καμπανάκι» της Moody's και ο ανεκδιήγητος υπ. Οικονομικών
Προς το παρόν, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι ο κορυφαίος οίκος αξιολόγησης Moody's πιστοποίησε ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας έχουν φθάσει κοντά στο μηδέν, δηλαδή η λίρα είναι πλέον απροστάτευτη. Σε ανάλυσή του για την τουρκική οικονομία, ο οίκος αξιολόγησης δημοσιεύει ένα γράφημα με δικούς του υπολογισμούς, βάσει στοιχείων που έχουν αντληθεί από την κεντρική τράπεζα της Τουρκίας, από το οποίο φαίνεται ότι τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας βρίσκονται πλέον πολύ κοντά στο μηδέν. Ο τίτλος του γραφήματος περιγράφει άριστα το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται πλέον οι τουρκικές αρχές: «Τα αποθέματα της κεντρικής τράπεζας έχουν εξαντληθεί σε μια αποτυχημένη απόπειρα υποστήριξης του νομίσματος».
Η Moody’s τονίζει ότι η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, λόγω και της πανδημίας, και προβλέπει συρρίκνωση του ΑΕΠ φέτος κατά 5%, καθώς ο τουρισμός έχει πληγεί σοβαρά από την πανδημία, με τους επισκέπτες να έχουν μειωθεί το πρώτο εξάμηνο σε 4,5εκατ. από 18 εκατ. πέρυσι. Ο αυξημένος πληθωρισμός, η επιβράδυνση των χορηγήσεων ως αποτέλεσμα ρυθμιστικών δράσεων και η αυξανόμενη ανεργία θα συνεχίσουν να περιορίζουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, υπογραμμίζει η Moody’s. Προειδοποιεί, μάλιστα, ότι μια περαιτέρω, σημαντική αποδυνάμωση του νομίσματος θα μπορούσε να έχει σημαντικές πιθανές συνέπειες για την Τουρκία.
Ο Τούρκος υπ. Οικονομικών, γαμπρός του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, επιχείρησε με μια τηλεοπτική εμφάνιση την εβδομάδα που πέρασε (στο CNN Turk) να πείσει ότι όλα πάνε καλά, τονίζοντας ότι απλώς η Τουρκία επηρεάζεται, όπως και οι άλλες χώρες, από τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίων. Για την ισοτιμία της λίρας, η τοποθέτηση του Αλμπαϊράκ αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι οι τουρκικές αρχές δεν θα ενοχληθούν αν συνεχίσει να υποχωρεί, επειδή, όπως είπε, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι πιο σημαντική από το επίπεδο των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Ο Τούρκος υπ. Οικονομικών διέψευσε κατηγορηματικά όσους, όπως η Moody’s και το ΔΝΤ, προβλέπουν συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 5% φέτος. Ταυτόχρονα, όμως, διέψευσε και τον πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος επιμένει συνεχώς ότι η Τουρκία θα κλείσει το 2020 με θετικό ρυθμό ανάπτυξης, καθώς άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο για συρρίκνωση του ΑΕΠ έως και κατά 2%.
Η αγορά συναλλάγματος δεν φαίνεται να πείσθηκε από τις δηλώσεις του Αλμπαϊράκ. Ενώ έγινε μια προσπάθεια, με τη μείωση των παροχών ρευστότητας σε λίρες από την κεντρική τράπεζα και την αύξηση του κόστους δανεισμού των τραπεζών μέσω των διαφόρων εργαλείων παροχής ρευστότητας, για να κερδίσει κάποιο έδαφος η λίρα, η ισοτιμία βελτιώθηκε ως τις 7,20 λίρες/δολ., αλλά μετά και τις δηλώσεις του Αλμπαϊράκ αποδυναμώθηκε και πάλι, για να διαμορφωθεί την Παρασκευή σε 7,37, που είναι και το νέο ιστορικό χαμηλό.