Ένας δεύτερος ανώνυμος μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος, που γνωρίζει για τις σχέσεις του Ντόναλντ Τραμπ με την Ουκρανία, μίλησε με το εποπτικό όργανο της κοινότητας των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, δήλωσε σήμερα ο δικηγόρος που τον εκπροσωπεί.
Σε συνέντευξή του στην εκπομπή του ABC «This Week», ο Μαρκ Ζάιντ επιβεβαίωσε ότι ένας δεύτερος αξιωματούχος, προερχόμενος επίσης από την κοινότητα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, ανακρίθηκε από τον γενικό επιθεωρητή.
Ο Ζάιντ εκπροσωπεί τον πρώτο καταμηνυτή ατασθαλιών, ο οποίος έχει καταγγείλει ότι, σε τηλεφωνική του επικοινωνία στις 25 Ιουλίου, ο Τραμπ άσκησε πίεση στον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι ώστε να φροντίσει να εκθέσει τον πολιτικό του αντίπαλο και διεκδικητή του χρίσματος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν.
Σύμφωνα με την καταγγελία, ο Τραμπ απείλησε να αναστείλει ή ακόμη και να ακυρώσει τη χορήγηση αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία για να πιέσει τον Ζελένσκι να διατάξει να διενεργηθεί έρευνα σε βάρος του Μπάιντεν και του γιου του Χάντερ.
Ο/η μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος πιστεύεται ότι εργάζεται σε κάποια από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Η ταυτότητά του/της δεν έχει αποκαλυφθεί.
Η ύπαρξη ενός δεύτερου ανώνυμου μάρτυρα ακολουθεί τις εκφράσεις δυσαρέσκειας από μέλη του ίδιου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Τραμπ έπειτα από αίτημά του προς την Κίνα, την Παρασκευή, να ερευνήσει τον γιο του Μπάιντεν, ο οποίος είχε επιχειρηματικές δοσοληψίες με το Πεκίνο.
Οι ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές Μιτ Ρόμνεϊ, Μπεν Σας και Σούζαν Κόλινς εξέφρασαν όλοι ανησυχίες για τις κινήσεις του αμερικανού προέδρου προς τρίτες χώρες ζητώντας τους βοήθεια για την προσπάθεια επανεκλογής του στις προεδρικές του 2020.
Το επίμαχο τηλεφώνημα και η καταγγελία του ανώνυμου μάρτυρα οδήγησαν την Δημοκρατική πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι να ξεκινήσει στις 24 Σεπτεμβρίου μια επίσημη έρευνα σε βάρος του Ντόναλντ Τραμπ με το ερώτημα της παραπομπής, δηλώνοντας ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου και ότι οι ενέργειές του εκθέτουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα των αμερικανικών εκλογών και την εθνική ασφάλεια.
Ένας δεύτερος ανώνυμος μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος, που γνωρίζει για τις σχέσεις του Ντόναλντ Τραμπ με την Ουκρανία, μίλησε με το εποπτικό όργανο της κοινότητας των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, δήλωσε σήμερα ο δικηγόρος που τον εκπροσωπεί.
Σε συνέντευξή του στην εκπομπή του ABC «This Week», ο Μαρκ Ζάιντ επιβεβαίωσε ότι ένας δεύτερος αξιωματούχος, προερχόμενος επίσης από την κοινότητα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, ανακρίθηκε από τον γενικό επιθεωρητή.
Ο Ζάιντ εκπροσωπεί τον πρώτο καταμηνυτή ατασθαλιών, ο οποίος έχει καταγγείλει ότι, σε τηλεφωνική του επικοινωνία στις 25 Ιουλίου, ο Τραμπ άσκησε πίεση στον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι ώστε να φροντίσει να εκθέσει τον πολιτικό του αντίπαλο και διεκδικητή του χρίσματος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν.
Σύμφωνα με την καταγγελία, ο Τραμπ απείλησε να αναστείλει ή ακόμη και να ακυρώσει τη χορήγηση αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία για να πιέσει τον Ζελένσκι να διατάξει να διενεργηθεί έρευνα σε βάρος του Μπάιντεν και του γιου του Χάντερ.
Ο/η μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος πιστεύεται ότι εργάζεται σε κάποια από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Η ταυτότητά του/της δεν έχει αποκαλυφθεί.
Η ύπαρξη ενός δεύτερου ανώνυμου μάρτυρα ακολουθεί τις εκφράσεις δυσαρέσκειας από μέλη του ίδιου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Τραμπ έπειτα από αίτημά του προς την Κίνα, την Παρασκευή, να ερευνήσει τον γιο του Μπάιντεν, ο οποίος είχε επιχειρηματικές δοσοληψίες με το Πεκίνο.
Οι ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές Μιτ Ρόμνεϊ, Μπεν Σας και Σούζαν Κόλινς εξέφρασαν όλοι ανησυχίες για τις κινήσεις του αμερικανού προέδρου προς τρίτες χώρες ζητώντας τους βοήθεια για την προσπάθεια επανεκλογής του στις προεδρικές του 2020.
Το επίμαχο τηλεφώνημα και η καταγγελία του ανώνυμου μάρτυρα οδήγησαν την Δημοκρατική πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι να ξεκινήσει στις 24 Σεπτεμβρίου μια επίσημη έρευνα σε βάρος του Ντόναλντ Τραμπ με το ερώτημα της παραπομπής, δηλώνοντας ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου και ότι οι ενέργειές του εκθέτουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα των αμερικανικών εκλογών και την εθνική ασφάλεια.