Με την παγκόσμια κοινότητα να βιώνει τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση από την εποχή της χρεοκοπίας της Bears Stearns και της Lehman Brothers, τα χρηματιστήρια βρέθηκαν σε δίνη ισχυρών πιέσεων την εβδομάδα που παρήλθε, συμπαρασύροντας και την ελληνική αγορά σε μεγάλη πτώση, πολύ κοντά στο συμβολικά κρίσιμο όριο των 1.000 μονάδων.
Η επόμενη εβδομάδα θα είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τα χρηματιστήρια, με ανοικτά και τα δύο σενάρια, της παράτασης της πτωτικής κίνησης, αλλά και της ανοδικής αντίδρασης, καθώς οι διαβουλεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη μέσα στο Σαββατοκύριακο για συγχώνευση της Credit Suisse με τη UBS θα κρίνουν αν θα ανοίξουν οι αγορές τη Δευτέρα χωρίς την απειλή κατάρρευσης ενός τραπεζικού ομίλου με μεγάλη σημασία για το διεθνές σύστημα.
Προς το παρόν, πάντως, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η διεθνής κοινότητα έχει τα εργαλεία να βάλει φρένο σε μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση αυτής της κρίσης, ενώ οι μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν μετά την κρίση του 2008 διασφαλίζουν ότι, αν μη τι άλλο, οι μεγαλύτερες τράπεζες στις δύο όχθες του Ατλαντικού είναι επαρκώς οχυρωμένες.
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η παγκόσμια χρηματιστηριακή, τραπεζική και επενδυτική κοινότητα επανήλθε εντυπωσιακά γρήγορα στην κανονικότητα και μετά την κρίση του 2008, με τις αγορές να ξεκινούν μεγάλο ράλι από το 2009-2010 το οποίο ανακόπηκε μόλις πριν ένα περίπου χρόνο.
Η περασμένη εβδομάδα ήταν η χειρότερη τουλάχιστον έξι μηνών για τις ευρωπαϊκές αγορές, με τον τραπεζικό κλάδο να είναι εύλογα στην πρώτη γραμμή των πιέσεων. Χθες, ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 υποχώρησε κατά 1,21% και έκλεισε στις 436,30 μονάδες, ενώ σε επίπεδο πενθημέρου έχασε 3,9%, στη χειρότερη επίδοσή του από τον Σεπτέμβριο του 2022. Μάλιστα, ο τραπεζικός κλάδος διολίσθησε κατά 11,5%, στη μεγαλύτερη εβδομαδιαία πτώση του εδώ και έναν χρόνο.
Ο γερμανικός DAX έχασε σε εβδομαδιαίο επίπεδο 4,3% της αξίας του, ο FTSE 100 στο Λονδίνο υποχώρησε 5,3% και ο CAC 40 στο Παρίσι έγραψε απώλειες 4%. Αξίζει να σημειωθεί πως η μετοχή της Credit Suisse υποχώρησε σε εβδομαδιαίο επίπεδο κατά 25,5%, έχοντας τη χειρότερη εβδομαδιαία επίδοση από τις αρχές Μαρτίου 2020, λόγω του σοκ του Covid-19 τότε.
DBRS: Ασφαλείς οι ελληνικές τράπεζες από την πτώση των ομολόγων
Το ελληνικό χρηματιστήριο βρέθηκε και αυτό στη δίνη των διεθνών πιέσεων, όμως οι περισσότεροι αναλυτές όλη την εβδομάδα σημείωναν την αρνητική υπερβολή στην πτώση των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες ελάχιστη εξάρτηση έχουν από το διεθνές τραπεζικό σύστημα, ενώ η έκθεσή τους στα ομόλογα είναι περιορισμένη.
Χθες το απόγευμα, ο οίκος αξιολόγησης DBRS δημοσίευσε stress test για τις ευρωπαϊκές τράπεζες με αφορμή την κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας SVB, σημειώνοντας για τις ελληνικές τράπεζες ότι είναι σχετικά ασφαλείς από τους κινδύνους που δημιουργούν οι μη αναγνωρισμένες ζημιές από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων.
Δεδομένου ότι η SVB κατέρρευσε εξαιτίας των ζημιών που υποχρεώθηκε να εγγράψει από πωλήσεις ομολόγων στις οποίες προχώρησε για να καλύψει εκροές ρευστότητας, η DBRS προσεγγίζει τις μη αναγνωρισμένες ζημιές των ευρωπαϊκών τραπεζών από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων διαπιστώνοντας ότι στην παρούσα φάση δεν αποτελούν κίνδυνο.Ο οίκος σημειώνει πως, ακόμη και αν πωλούσαν όλα τα ομόλογα τους με ζημιά 10%, οι ελληνικές τράπεζες θα διατηρούσαν δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 11%.
Στήριξη στην ελληνική οικονομία και στο χρηματιστήριο προσέφερε, εξάλλου, ο οίκος Moody's. Παρότι δεν προχώρησε σε αναβάθμιση -αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο στις παρούσες συνθήκες αβεβαιότητας- ο οίκος αναβάθμισε την προοπτική (outlook) της βαθμολογίας των ελληνικών ομολόγων, σημειώνοντας ότι έχουν μεταβληθεί θεαματικά οι αναπτυξιακές προοπτικές και προβλέποντας ότι τα επόμενα χρόνια το ονομαστικό ΑΕΠ θα αυξάνεται με ρυθμό 4% - 6%, ποσοστό πολλαπλάσιο σε σχέση με τις επιδόσεις των προηγούμενων ετών.
Στοίχημα η διακράτηση των 1.000 μονάδων πλέον για το Χ.Α.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον το ελληνικό χρηματιστήριο μολονότι προσπάθησε να διαφοροποιηθεί μερικώς, εντούτοις έβγαλε και τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου με σημαντικές απώλειες και με τον κλάδο των τραπεζών στην αιχμή των πιέσεων. Εδώ που έχει φτάσει η κατάσταση, πλέον το κυρίαρχο ζητούμενο για την ελληνική αγορά είναι να κρατήσει το όριο ψυχολογίας των 1.000 μονάδων, που θεωρείται κομβικό για την ευρύτερη εικόνα και το κλίμα της αγοράς.
Χθες ο Γ.Δ. έκλεισε στις 1.020,19 μονάδες με απώλειες 1,14%, ο FTSE 25 έκλεισε στις 2.477,76 μονάδες (-1,12%) και ο Mid Cap ολοκλήρωσε τη συνεδρίαση στις 1.465,64 μονάδες με πτώση 1,61%. Ο τραπεζικός δείκτης κατρακύλησε στις 736,07 μονάδες με απώλειες 4,40%, σε μια συνεδρίαση που έφτασε να κερδίζει 3,42% και να χάνει 4,87%, έχοντας συνολική διακύμανση 8,29% ή 63,83 μονάδες.
Ο τζίρος την Παρασκευή διαμορφώθηκε στα 178,68 εκατ. ευρώ, με τα 70 εκατ. ευρώ να διακινούνται στις δημοπρασίες καθώς έλαβε χώρα μίνι rebalancing λόγω αναδιάρθρωσης στους διεθνείς δείκτες FTSE-Russell. Σε επίπεδο εβδομάδας, οι μέσες συναλλαγές εκτοξεύτηκαν στα 156,8 εκατ. ευρώ, ενώ σε επίπεδο 2023 διαμορφώνονται στα 117,3 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 58,5% έναντι του 2022.
Το πενθήμερο, ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε κατά 3,41%, ο Large Cap έχασε 3,37%, ο Mid Cap -5,33%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης έχασε το 7,22% της αξίας του. Στις τραπεζικές μετοχές η ημερήσια διακύμανση ξεπέρασε το 9% κάτι τον πλήρη αποσυντονισμό της αγοράς, εν μέσω μεγάλης σύγχυσης και ταχύτατης αλλαγής συναισθημάτων.
Αξίζει να σημειωθεί πως μετά τα υψηλά της Τετάρτης 1ης Μαρτίου (μια ημέρα μετά το δυστύχημα), όταν το Χ.Α. είχε κλείσει στις 1.133,11 μονάδες, ο Γ.Δ. υποχωρεί σε ποσοστό 9,97%, ο FTSE 25 χάνει 10,53%, ο Mid Cap -9,52%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης έχει πτώση 21,11%. Στις επιμέρους μετοχές, η Alpha Bank υποχωρεί το ίδιο διάστημα κατά 27,50%, η Πειραιώς -23,80%, η Εθνική -18,21% και η Eurobank -16,92%.
Το έσχατο κάστρο των 1.000 μονάδων
Όπως σημειώνει ο υπεύθυνος ανάλυσης της Beta Χρηματιστηριακή Μάνος Χατζηδάκης, «η διαγραμματική εικόνα έχει αλλάξει άρδην αφού πλέον οι μεσοπρόθεσμοι κινητοί μέσοι έχουν διασπαστεί πτωτικά. Για τους αγοραστές το τελευταίο οχυρό πριν την "λευκή πετσέτα" είναι η πλαγιοανοδική γραμμή τάσης (Οκτ. – Δεκ. 2022) στην οποία πλέον εφάπτεται «επικίνδυνα» ο Γενικός Δείκτης και η οποία βρίσκεται στις 1.030 μονάδες.
Στη συνεδρίαση της Πέμπτης υπήρξε και ενδοσυνεδριακή διάσπαση, ενώ πλέον μετά την συνεδρίαση της Παρασκευής, η εικόνα δείχνει να έχει επιβαρυνθεί περαιτέρω. Τα δύσκολα για τους αγοραστές είναι ότι βραχυπρόθεσμα οι ταλαντωτές δεν έχουν μπει σε ζώνες υποτιμήσεων, υποδηλώνοντας το ενδεχόμενο μιας άμεσης αντίδρασης, ενώ ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται σε τακτική καταγραφή νεότερων ενδοσυνεδριακών χαμηλών.
Οι μέσες ημερήσιες συναλλαγές κάθε άλλο παρά εκτόνωση της έντασης των ρευστοποιήσεων δείχνουν, αφού διατηρούνται με άνεση πάνω από τα 140 εκατ. ευρώ. Η προβολή της κίνησης της αγοράς έχει σαν επόμενο σημείο στήριξης τις 1.003 μονάδες, το οποίο αντιστοιχεί με το 61,8% της διόρθωσης από την ανοδική κίνηση των 792 μονάδων μέχρι τα φετινά υψηλά των 1.140 μονάδων».