Το κλείσιμο ενός ανοδικού κύκλου για τα διεθνή χρηματιστήρια και την είσοδο σε μια εποχή υψηλού κινδύνου για τους επενδυτές σηματοδοτεί η χθεσινή «βουτιά» των αμερικανικών μετοχών, που φέρνει πλέον τον σημαντικότερο δείκτη στον κόσμο, τον S&P 500, σε έδαφος bear market.
Η τελευταία bear market στο αμερικανικό χρηματιστήριο καταγράφηκε τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2020, όταν ο S&P 500 διολίσθησε 34% χαμηλότερα από το ιστορικό υψηλό του, με αφορμή την παγκόσμια αναταραχή που προκάλεσε η πανδημία. Η συνέχεια είναι γνωστή: κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις διέθεσαν άφθονη ρευστότητα στο οικονομικό σύστημα για να «φρενάρουν» τις δυνάμεις της ύφεσης και τα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο επωφελήθηκαν, περνώντας μια μακρά περίοδο ευφορίας, που κράτησε ως τις αρχές του 2022.
Στις 3 Ιανουαρίου 2022, ο S&P 500 έπιασε την υψηλότερη τιμή της ιστορίας του. Έκτοτε, η τάση αποθέρμανσης άρχισε να γίνεται ορατή, καθώς ο πληθωρισμός ήταν εμφανές ότι θα οδηγούσε τη Fed σε «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής με αύξηση των επιτοκίων. Οι αναταράξεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία έδωσαν περαιτέρω ώθηση στον πληθωρισμό, για να φθάσουμε, την περασμένη Παρασκευή, σε ένα σημαντικό σταθμό: ανακοινώθηκε ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ τον Μάιο έφθασε το 8,6%, μισή μονάδα πάνω από τις προβλέψεις των αναλυτών της Wall Street και πλέον χάθηκε και η τελευταία ελπίδα των επενδυτών ότι ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων θα μπορούσε να κλείσει μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Η μεγάλη πτώση της Παρασκευής και η νέα χθεσινή «βουτιά» του S&P 500 κατά 3,88% οδήγησαν τον σημαντικότερο δείκτη στον κόσμο σε υποχώρηση κατά 21,8% από το ρεκόρ της 3ης Ιανουαρίου, σηματοδοτώντας την είσοδο σε bear market, δηλαδή σε μια περίοδο απαισιοδοξίας και πτώσης των τιμών.
Πολύ κοντά, από τεχνική άποψη, στην αλλαγή κύκλου βρίσκονται και οι ευρωπαϊκοί δείκτες. Ο ευρωπαϊκός Stoxx 600 υποχώρησε χθες κατά 2,36% και απέχει περίπου 17% από το ιστορικό υψηλό του. Αντίστοιχα, ο παγκόσμιος δείκτης της MSCI, o MSCI World, απέχει 19% από το υψηλό του και βρίσκεται επίσης πολύ κοντά σε bear market.
Τα στατιστικά για τις περιόδους bear market στην αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά δείχνουν ότι μόλις άρχισε μια δύσκολη περίοδος για τους επενδυτές:
- Υπήρξαν μετά τον πόλεμο 13 τέτοιες περίοδοι, στη διάρκεια των οποίων ο S&P 500 υποχώρησε, κατά μέσο όρο, 32,7%. Η χειρότερη bear market ήταν αυτή που καταγράφηκε στη μεγάλη κρίση της περιόδου 2007 – 2009, όταν ο δείκτης υποχώρησε σχεδόν κατά 57%.
- Η διάρκεια αυτών των περιόδων υποχώρησης των τιμών ποικίλει, αφού ιστορικά κυμαίνεται από τρεις έως 69 μήνες. Κατά μέσο όρο, η πτώση ολοκληρώνεται σε περίπου ένα χρόνο και απαιτούνται άλλα δύο χρόνια μέχρι να επανέλθει ο δείκτης στο προηγούμενο υψηλό του.
Ο λόγος στις κεντρικές τράπεζες
Οι επενδυτές στις δύο όχθες του Ατλαντικού περιμένουν τώρα με αγωνία τις επόμενες κινήσεις των κεντρικών τραπεζών, προσπαθώντας να αξιολογήσουν πόσο επιθετικές θα γίνουν η Fed και η EKT στην αύξηση των επιτοκίων για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, αλλά και να προβλέψουν αν αυτή η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα οδηγήσει τις οικονομίες σε ύφεση.
Οι τραπεζίτες της Fed αρχίζουν σήμερα τη διήμερη συνεδρίαση τους, στο τέλος της οποίας αναμένεται να ανακοινωθεί όχι μόνο μια αύξηση του βασικού επιτοκίου, αλλά και οι συνοπτικές οικονομικές προβλέψεις της Fed και η καθοδήγηση για τις επόμενες κινήσεις στα επιτόκια.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η Fed, μετά τα απογοητευτικά νέα για τον πληθωρισμό του Μαΐου, θα εξαντλήσει την αυστηρότητά της στη νομισματική πολιτική. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της PIMCO, κορυφαίας εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων, που απηχούν και τις προβλέψεις των περισσότερων αναλυτών, η Fed θα αυξήσει σημαντικά τις προβλέψεις της για τις επόμενες αυξήσεις επιτοκίων και ο Τζερόμ Πάουελ θα θελήσει να δείξει με τις δηλώσεις του ότι είναι έτοιμος να κάνει ό,τι χρειάζεται για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.
Η Fed αναμένεται να αυξήσει αύριο κατά 0,50% το βασικό της επιτόκιο και να ανοίξει το δρόμο για μια αύξηση κατά 0,75% τον Ιούλιο, ενώ ο Πάουελ εκτιμάται ότι θα ξεκαθαρίσει πως δεν θα επιβραδυνθούν οι αυξήσεις τον Σεπτέμβριο. Η PIMCO, όπως και πολλοί άλλοι αναλυτές, εκτιμά ότι ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός ίσως οδηγήσει τη Fed σε υπερβολικά αυστηρή πολιτική, που θα επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη της οικονομίας. Η αγορά ομολόγων ήδη προεξοφλεί ύφεση, καθώς χθες η καμπύλη επιτοκίων στις περιόδους από δύο έως δέκα έτη αντιστράφηκε, με την απόδοση της 2ετίας υψηλότερη από την απόδοση της 10ετίας.
Στην ευρωζώνη, ήδη η ΕΚΤ από την περασμένη Πέμπτη έδωσε έναν οδικό χάρτη πολύ αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής, με μια αύξηση σε όλα τα βασικά επιτόκια κατά 0,25% τον Ιούλιο και άλλη μία, πιθανότατα κατά μισή μονάδα, τον Σεπτέμβριο. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι και τον Οκτώβριο η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια κατά μισή μονάδα.
Μάλιστα, η ΕΚΤ δεν έχει δώσει σαφή εικόνα στην αγορά για το πώς σκοπεύει να στηρίξει τα ομόλογα των υπερχρεωμένων οικονομιών, ώστε να μην αυξηθεί υπερβολικά το κόστος δανεισμού από τις αυξήσεις στα βασικά της επιτόκια. Χθες, εν μέσω γενικών ρευστοποιήσεων ομολόγων, εξαιτίας της επερχόμενης αύξησης των επιτοκίων, δέχθηκαν εξαιρετικά ισχυρή πίεση τα ιταλικά ομόλογα και το spread με τα γερμανικά πλησίασε τις 243 μονάδες βάσης, τη στιγμή που οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι οι 250 μονάδες βάσης αποτελούν ένα κρίσιμο όριο για την αντοχή της Ιταλίας, πέραν του οποίου θα απαιτηθεί μια ισχυρή παρέμβαση της ΕΚΤ.
Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ανέβηκε χθες, σε μια ημέρα «ρηχών» συναλλαγών λόγω της αργίας στην Αθήνα, στο 4,43%, επίπεδο που θεωρείται απαγορευτικά υψηλό για εκδόσεις νέων τίτλων. Στη σημερινή διαπραγμάτευση, με ανοικτή την Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) θα φανεί αν και σε ποιο βαθμό θα συνεχισθούν αυτές οι πιέσεις, που προκαλούν πρόσθετες δυσκολίες στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
Το τεστ αντοχής για το ΧΑ
Οι επενδυτές στην Αθήνα καλούνται να «χωνέψουν» τα νέα, δυσμενή δεδομένα για τις διεθνείς αγορές και η σημερινή συνεδρίαση αναμένεται αρκετά δύσκολη, καθώς τα περιθώρια διαφοροποίησης από τις διεθνείς τάσεις είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένα.
Το ελληνικό χρηματιστήριο έχασε ήδη όλα τα πρόσφατα κέρδη του, απέτυχε να ανακτήσει το ψυχολογικό όριο των 900 μονάδων, έχοντας απώλειες 4,19% το τελευταίο 4ήμερο, ενώ γύρισε εκ νέου αρνητικά στο 2022, αν και, συγκριτικά με τις διεθνείς αγορές, έχει πιο ανθεκτική εικόνα.
Η αγορά πιέστηκε παρά τις θετικές ανακοινώσεις για την αύξηση του ΑΕΠ κατά 7% το πρώτο τρίμηνο του 2022, δείχνοντας ότι αυτό που οριοθετεί το momentum είναι η μεγάλη διεθνής εικόνα και όχι οι τυχόν επιμέρους θετικές (ή αρνητικές) διαφοροποιήσεις.
Ένας επιπλέον παράγοντας που αποθαρρύνει την αύξηση ρίσκου και οδηγεί σε «κλείδωμα» ρευστότητας και αμυντικές κινήσεις, είναι η αύξηση του γεωπολιτικού ρίσκου. Πλέον η «πολεμική» ρητορική της Τουρκίας εκφράζεται σχεδόν σε καθημερινή βάση, με πολλές θεωρίες αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος ενός «ατυχήματος».
Οι επενδυτές λαμβάνουν υπόψη και την αύξηση του πολιτικού ρίσκου, καθώς είναι συνεχής η διακίνηση σεναρίων για πρόωρες εκλογές, με ανοικτό ενδεχόμενο να χρειασθούν δύο εκλογικές αναμετρήσεις για τον σχηματισμό μιας σταθερής κυβέρνησης.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, θετικοί καταλύτες όπως η αύξηση του ΑΕΠ, τα εξαιρετικά αποτελέσματα πρώτου τριμήνου για τράπεζες και άλλες σημαντικές εισηγμένες, αλλά και η διαφαινόμενη εξαιρετική πορεία του ελληνικού τουρισμού που – ειδικά φέτος – θα λειτουργήσει ως ισχυρή ένεση σ’ όλη την οικονομία της χώρας και των τοπικών κοινωνιών, περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Σημαντικές πιέσεις το 4ήμερο
Ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε την Παρασκευή κατά 2,72% στις 862,55 μονάδες, ο FTSE 25 έχασε 2,89%, ο Mid Cap έκλεισε στο -1,97% και ο τραπεζικός δείκτης βυθίστηκε σε ποσοστό 3,59% χάνοντας (από την Πέμπτη) τις 600 μονάδες με κλείσιμο στις 567,37 μονάδες.
Στις τέσσερις τελευταίες συνεδριάσεις, ο Δείκτης υποχωρεί σε ποσοστό 4,19%, ο FTSE 25 χάνει 4,74%, ο Mid Cap είναι -3,94% χαμηλότερα, ενώ ο τραπεζικός κλάδος πρωτοστατεί σε απώλειες (-8,82%). Έτσι, σε επίπεδο έτους, ο Γ.Δ. γύρισε αρνητικά έχοντας πτώση 3,45%, ο FTSE 25 υποχωρεί κατά 3,26%, ο Mid Cap είναι στο -8,86%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης χάνει 1,31%. Και όλα αυτά σε ένα έτος που ο Γ.Δ. έφτασε να κερδίζει 8,70%, ο FTSE 25 έφτασε έως το +9,95% και ο τραπεζικός δείκτης έως το +29,70%.
Η μετοχή της Eurobank υποχωρεί σε ποσοστό 9,74% αυτό το 4ήμερο, η Alpha Bank χάνει 9,18%, η Πειραιώς -7,98% και η Εθνική -7,66%. Στο χώρο των blue chips, η ΔΕΗ συνεχίζει να υποφέρει πέφτοντας σε νέα χαμηλά είκοσι περίπου μηνών με απώλειες 9,54% το 4ήμερο και 40% από την αρχή του χρόνου, έχοντας απογοητευτική εικόνα. Η Viohalco χάνει 8,25% το 4ήμερο, η ElvalHalcor -6% και τα ΕΛΠΕ -5,42%.
Τι δείχνει η τεχνική ανάλυση
Διαφοροποιείται πλέον η προσέγγιση των αναλυτών αναφορικά με το momentum της αγοράς, αφήνοντας ανοικτό πλέον το ενδεχόμενο το Χ.Α. να κινδυνεύσει να γυρίσει στη ζώνη των 800 μονάδων ή και χαμηλότερα, αν χαθεί η περιοχή των 850 μονάδων.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Fast Finance ΑΕΠΕΥ Ηλίας Ζαχαράκης τονίζει πως «το επίπεδο των 900 μονάδων δεν μπόρεσε να κατοχυρωθεί με την αγορά να διακινδυνεύει πλέον να χάσει και τις 833 - 849 μονάδες, κάτι που αν συμβεί μπορεί να οδηγήσει στη ζώνη του 788-801. Πλέον οι 885 μονάδες έχουν γίνει η κοντινή αντίσταση, ενώ μόνο μια κατοχύρωση των 900 μονάδων μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα».
Ο υπεύθυνος ανάλυσης της Beta Χρηματιστηριακή Μάνος Χατζηδάκης, σημειώνει πως «τεχνικά, η καθοδική διαφυγή του Γενικού Δείκτη συνοδεύτηκε από ένα μεγαλοπρεπές χάσμα μεταξύ 879 – 885 μονάδων, επίπεδο που σηματοδοτεί πλέον την κυριότερη αντίσταση. Η υπέρβαση των 900 μονάδων ήταν εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα με τους χαμηλούς τζίρους που σημειώθηκαν από την αρχή του μήνα και η πτώση που ακολούθησε ενεργοποίησε όλα τα τεχνικά σήματα πωλήσεων από τους κινητούς μέσους και τον MACD. Από το πρωί της Παρασκευής ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται σε καθοδική αγορά εκ νέου μετά και την διάσπαση του κινητού μέσου των 200 ημερών».
Πλέον, σύμφωνα με τον αναλυτή, «επόμενο σημείο αναφοράς για τους long είναι οι 850 μονάδες, επίπεδο που είναι το τελευταίο προπύργιο πριν ο Γενικός Δείκτης επιχειρήσει να δοκιμάσει τα φετινά χαμηλά του Μαρτίου, λίγο χαμηλότερα από τις 800 μονάδες (σ.σ. 789,66 μονάδες από 8 Μαρτίου). Προς το παρόν η τάση έχει γείρει υπέρ των πωλητών, οι τζίροι έδειξαν ένταση σε πτωτικές ημέρες και η διάχυση των απωλειών είχε σχεδόν καθολική έκταση.
Αν σε αυτή την φάση δεν υπάρξει κάποιος νέος σχηματισμός ανάσχεσης της τάσης (συσσώρευση), ή μείωση της έντασης των συναλλαγών, το επικρατέστερο σενάριο θα βάλει τις 800 μονάδες ως βασικό στόχο στην κατεύθυνση του Γενικού Δείκτη στο κοντινό μέλλον».