Ο θρυλικός, δισεκατομμυριούχος επενδυτής, Γουόρεν Μπάφετ εμπιστεύεται έναν απλό δείκτη για να συμπεραίνει αν υπάρχει κίνδυνος να είναι υπερβολικές οι αποτιμήσεις των μετοχών. Μετά τα τελευταία ρεκόρ στη Wall Street, όλο και περισσότεροι ανησυχούν ότι ο δείκτης του Μπάφετ υποδεικνύει σοβαρή υπερτίμηση των μετοχών. Για το Χρηματιστήριο Αθηνών, ο ίδιος δείκτης υποδεικνύει ότι οι ελληνικές μετοχές παραμένουν εξαιρετικά υποτιμημένες.
Ο αγαπημένος δείκτης του Μπάφετ, που διαχειρίζεται εδώ και δεκαετίες τα κεφάλαια της ασφαλιστικής και επενδυτικής Berkshire Hathaway με ιστορικό αποδόσεων που του έχουν δώσει το προσωνύμιο «ο μάγος της Όμαχα», είναι αυτός που αποτυπώνει τη σχέση της αξίας όλων των μετοχών (κεφαλαιοποίηση της αγοράς) με το ΑΕΠ της χώρας.
«Για μένα», έχει τονίσει ο Μπάφετ σε μια συνέντευξη στο “Forbes”, το 2001, «το μήνυμα αυτού του δείκτη είναι το εξής: αν το ποσοστό (σ.σ.: της σχέσης της αξίας των μετοχών με το ΑΕΠ) πέσει στην περιοχή του 70-80%, το να αγοράζεις μετοχές θα σου βγει σε καλό. Αν το ποσοστό πλησιάζει το 200%, όπως συνέβη το 1999 και το 2000, τότε παίζεις με την φωτιά». Και οι επενδυτές πάντοτε θυμούνται μια άλλη ιστορική ρήση του Μπάφετ: «Να αρχίζεις να φοβάσαι όταν οι άλλοι γίνονται άπληστοι».
Τον Μπάφετ αρχίζουν να θυμούνται αρκετοί επενδυτές της Wall Street, μετά τα νέα ρεκόρ των αμερικανικών δεικτών αυτής της εβδομάδας. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά το Bloomberg, όποιοι τσεκάρουν αυτές τις ημέρες το δείκτη κεφαλαιοποίηση/ΑΕΠ των αμερικανικών μετοχών, όχι απλώς θα φοβηθούν, αλλά μπορεί να έχουν την παρόρμηση να ουρλιάξουν από τρόμο.
Ο «δείκτης Μπάφετ» για πρώτη φόρα ξεπέρασε το 2019 το υψηλό που είχε καταγράψει στη διάρκεια της «φούσκας» των τεχνολογικών μετοχών και έκτοτε συνεχίζει να ανεβαίνει. Για δεκαετίες η τάση είναι να ενισχύεται, κάτι που οδηγεί τους επενδυτές σε μια παρήγορη σκέψη: πρόκειται για μια μακροχρόνια τάση και η μακροχρόνια τάση είναι ο φίλος του επενδυτή, δηλαδή βγαίνει τελικά κερδισμένος αν την ακολουθεί (“the trend is your friend”).
Όμως, ούτε αυτό αρκεί πλέον για να καθησυχάσει τους φόβους για υπερβολική αποτίμηση των μετοχών, καθώς πλέον η αξία τους είναι υπερδιπλάσια του ΑΕΠ (πάνω από 200%, ενώ μόλις πριν λίγες εβδομάδες διαμορφωνόταν σε 185%), κάνοντας αναλυτές, όπως το blog, Current Market Valuation, να υπογραμμίζουν ότι η αγορά έχει ξεφύγει πολύ και από τη θετική μακροχρόνια τάση της και είναι πλέον «έντονα υπερτιμημένη».
Το μόνο που ίσως δικαιολογεί τέτοιες αποτιμήσεις των μετοχών, είναι τα μηδενικά επιτόκια, που η Fed δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι θα παραμείνουν μηδενικά για αρκετό καιρό ακόμη και η τεράστια ρευστότητα που διοχετεύεται στο οικονομικό σύστημα από τις αγορές τίτλων εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας, τα προγράμματα στήριξης από την Ουάσιγκτον και την αφθονία των αποταμιεύσεων.
Ίσως, λοιπόν, να πρόκειται για έναν ακόμη εσφαλμένο συναγερμό, αφού τα πρωτοφανώς χαμηλά επιτόκια «κολακεύουν» τις αποδόσεις των μετοχών, ενώ δεν υπάρχουν πολλές επιλογές για αποδοτική τοποθέτηση της τεράστιας ρευστότητας των επενδυτών. Εξάλλου, αυτή η ρευστότητα το πιθανότερο είναι να φέρει ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας και των εταιρικών κερδών.
Παρ' όλα αυτά, ο Μάικλ Ο' Ρουρκ, επικεφαλής αναλυτής της JonesTrading, προειδοποιεί ότι το γεγονός πως η σχέση κεφαλαιοποίησης και ΑΕΠ είναι διπλάσια από το μέσο όρο της 25ετίας υποδεικνύει ότι εμφανίζονται συμπτώματα μανίας στην αγορά, ακόμη και αν θεωρήσει κανείς ότι τα σημερινά, μηδενικά επιτόκια θα μονιμοποιηθούν.
Προς το παρόν, πάντως, όπως σημειώνει το Bloomberg, δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι δείκτες που μπορεί να υποδεικνύουν υπερτίμηση, όπως η σχέση της κεφαλαιοποίησης με το ΑΕΠ, ή της αξίας των μετοχών προς τα κέρδη (P/E) εδώ και χρόνια διαψεύδονται.
Τελικά, αυτό που έχει σημασία για τους επενδυτές είναι η σύγκριση των αποδόσεων με τα ομόλογα, που σήμερα είναι καταφανώς υπέρ των μετοχών. Παρότι η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ανήλθε στο 1,2% την Παρασκευή, η απόδοση των μετοχών (earnings yield) για τις πεντακόσιες μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης του S&P 500 ήταν υπερδιπλάσια, στο 3,1%.
Αυτό καθησυχάζει τους επενδυτές και η μόνη πραγματική απειλή για την αγορά θα ήταν μια απότομη αύξηση της απόδοσης των ομολόγων, κάτι που όμως δεν φαίνεται στον ορίζοντα, αφού ο Τζερόμ Πάουελ της Fed ξεκαθάρισε ο στόχος της κεντρικής τράπεζας είναι διατηρηθούν για πολύ ακόμη οι χαλαρές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και να φθάσει η οικονομία στην πλήρη απασχόληση.
Η Αθήνα μόνιμα και πολύ υποτιμημένη
Από τότε που ξέσπασε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, το 2008 και στα δύσκολα χρόνια της ελληνικής κρίσης, τη δεκαετία του 2010, η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά έχει γίνει «σκιά» του εαυτού της, με το δείκτη κεφαλαιοποίηση/ΑΕΠ να «γκρεμίζεται» από το 75% το 2007, ως και στο 15% το 2012, όταν είχε κορυφωθεί η ανησυχία για έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη.
Σήμερα, η κεφαλαιοποίηση της αγοράς δεν ξεπερνά τα 53 δισ. ευρώ και με βάση το ΑΕΠ του 2020, που υπολογίζεται ότι μειώθηκε στα 170 δισ. ευρώ, ο δείκτης διαμορφώνεται γύρω στο 30%, ποσοστό επίσης πολύ χαμηλό, που υποδεικνύει ότι η αγορά εξακολουθεί να μην έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, που θεωρούν ότι παραμένει μια αγορά υψηλού κινδύνου και αποφεύγουν μεγάλες τοποθετήσεις σε υψηλότερες τιμές.
Από την άποψη της διαμόρφωσης του «Δείκτη Μπάφετ», έχει ενδιαφέρον ότι η αγορά βρίσκεται σήμερα περίπου στο επίπεδο όπου είχε βρεθεί το 2014, κοντά στο 30%, καθώς τότε, εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε, οι επενδυτές είχαν αρχίσει να «ποντάρουν» στην οριστική υπέρβαση της οικονομικής κρίσης.
Η διάψευση που ήλθε το 2015 ήταν αρκετά επώδυνη και φαίνεται ότι σήμερα για να ξεφύγει η αγορά από το 30% θα χρειασθεί να πεισθούν οι επενδυτές ότι η οικονομία θα μπει πραγματικά, μετά και τη νέα κρίση του κορονοϊού, σε σταθερά ανοδική πορεία.