Ένα μεγάλο ερώτημα πλανάται πάνω από τις διεθνείς αγορές: μπορούν να συνεχίσουν το ράλι που άρχισε το πρώτο διήμερο του Οκτωβρίου, ή οδηγούνται σε νέα πτώση, υπό το βάρος της αυστηρής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών; Από τις χθεσινές εξελίξεις στα χρηματιστήρια και τις πρωινές συναλλαγές στην Ασία, το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι οι επενδυτές έχουν τη διάθεση να οδηγήσουν τις αποτιμήσεις σε καλύτερα επίπεδα, αλλά έχουν, ταυτόχρονα, να αντιμετωπίσουν μια Fed που ξεκαθαρίζει ότι αποτελούν «παρεξήγηση» οι εκτιμήσεις για γρήγορη αναστροφή της πολιτικής της, ενώ πολλές είναι οι δυσάρεστες εκπλήξεις που μπορεί να κρύβονται στον ορίζοντα, όπως η χθεσινή απόφαση του ΟΠΕΚ+ για μείωση παραγωγής.
Οι πρωινές συναλλαγές στην Ασία επιβεβαίωσαν ότι οι επενδυτές διεθνώς προσπαθούν να ερμηνεύσουν με θετικό τρόπο τις εξελίξεις και να αναζητήσουν ευκαιρίες για τοποθετήσεις στα χαμηλά επίπεδα που έχουν διαμορφωθεί στις αγορές. Ύστερα από μια συνεδρίαση μεγάλων διακυμάνσεων στη Wall Street, που οδήγησε οριακά χαμηλότερα τους τρεις βασικούς δείκτες, ύστερα από ένα rebound πριν τη λήξη της, τα futures των δύο βασικών αμερικανικών δεικτών, S&P 500 και Dow Jones σημείωναν άνοδο περίπου κατά 0,40%, ενώ ανοδικά κινούνταν οι δείκτες σε Ιαπωνία και Ν. Κορέα. Ανοδικά κατά 0,50% κινούνταν και τα futures του ευρωπαϊκού δείκτη Euro Stoxx 50. Στη χθεσινή συνεδρίαση το διεθνές ράλι σταμάτησε, με τον παγκόσμιο δείκτη της MSCI να υποχωρεί κατά 0,12%.
Στη χθεσινή συνεδρίαση της Wall Street, όπως και νωρίτερα στην Ευρώπη, η άνοδος των αγορών, στις δύο πρώτες συνεδριάσεις του μήνα, είχε ανακοπεί και οι επενδυτές έδειξαν ότι αμφιταλαντεύονται για τις επόμενες κινήσεις τους, καθώς η σημαντική ενδοσυνεδριακή πτώση των δεικτών έδωσε τη θέση της σε νέες τοποθετήσεις πριν το «κουδούνι» λήξης της συνεδρίασης, με αποτέλεσμα οι απώλειες των τριών βασικών δεικτών να μειωθούν αισθητά, μεταξύ 0,14% και 0,25%. Έτσι, προς το παρόν είναι πολύ δύσκολο να εξαχθεί συμπέρασμα αν σε αυτό τον δύσκολο μήνα για τις αγορές οι επενδυτές θα επιλέξουν τελικά το risk off, στρεφόμενοι στην ασφάλεια των μετρητών, ή αν θα επανατοποθετηθούν στις μετοχές, αξιοποιώντας τις χαμηλές αποτιμήσεις και βλέποντας το τέλος της bear market.
«Κεραυνοί» από τη Fed
Βέβαιο είναι ότι η εκτίμηση που έδωσε ισχυρή ώθηση στις μετοχές το πρώτο διήμερο του μήνα δεν επαληθεύεται: τα στοιχεία που έδειξαν αποθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας και έκαναν πολλούς να πιστέψουν ότι η Fed ίσως κλείσει γρηγορότερα τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων, ενδεχομένως προχωρώντας και σε μείωση το 2023, δεν ερμηνεύονται με αυτόν τον τρόπο από τους Αμερικανούς κεντρικούς τραπεζίτες. Η Μέρι Ντέιλι, πρόεδρος της Fed στο Σαν Φραντσίσκο σχεδόν... μάλωσε τους επενδυτές, με χθεσινές δηλώσεις της στο Bloomberg, τονίζοντας ότι η αγορά κάνει λάθος αν πιστεύει ότι θα αλλάξει πορεία η κεντρική τράπεζα, τονίζοντας ότι ο πληθωρισμός είναι προβληματικός και οι αυξήσεις επιτοκίων θα συνεχισθούν.
«Το ράλι των μετοχών και των ομολόγων των τελευταίων ημερών οδηγήθηκε από τα ασθενέστερα στοιχεία για την οικονομία και την αγορά εργασίας», τονίζουν οι αναλυτές της JP Morgan. «Σήμερα (χθες), οι μετοχές και τα ομόλογα ξεπουλιούνται μετά από μια πιο αυστηρή από το αναμενόμενο απόφαση πολιτικής από τη Νέα Ζηλανδία και τα ισχυρότερα οικονομικά στοιχεία από τις ΗΠΑ. Είναι δύσκολο να διαβάσουμε πάρα πολλά στις καθημερινές κινήσεις των τιμών, αλλά ο οδηγός των αγορών για το υπόλοιπο του τρίτου τριμήνου θα είναι πιθανώς η τροχιά των επιτοκίων».
Οι δηλώσεις από τους Αμερικανούς κεντρικούς τραπεζίτες επανέφεραν το δολάριο σε ανοδική τροχιά, όπως και τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων. Η απόδοση του 10ετούς κρατικού τίτλου στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 14 μονάδες βάσης στο 3,749%, ενώ ο δείκτης δολαρίου, ο οποίος παρακολουθεί την ισοτιμία του αμερικανικού νομίσματος έναντι ενός καλαθιού έξι νομισμάτων, σημείωσε άνοδο 1,03% στο 111,193.
Την ίδια ώρα, οι επενδυτές «χωνεύουν» τις τελευταίες αποφάσεις του ΟΠΕΚ+ για την παραγωγή πετρελαίου, που αρχικά προκάλεσαν άνοδο των διεθνών τιμών (το brent κέρδισε χθες 1,7%), η οποία «φρέναρε» στις συναλλαγές της Ασίας. Το καρτέλ, στο οποίο συμμετέχει και η Ρωσία, αποφάσισε μεγάλη μείωση της παραγωγής, κατά 2 εκατ. βαρέλια, σηματοδοτώντας την πρόθεση του να κρατήσει ψηλά τις τιμές. Όμως, αναλυτές επισήμαναν ότι η απόφαση έχει περισσότερο πολιτική αξία, παρά πρακτική για τις αγορές, δεδομένου ότι η πραγματική μείωση θα είναι πολύ μικρότερη από τα 2 εκατ. βαρέλια, δεδομένου ότι τα μέλη του ΟΠΕΚ απέχουν πολύ από τα ανώτατα όρια παραγωγής που έχουν συμφωνήσει. Σε κάθε περίπτωση, η στάση του ΟΠΕΚ δεν διευκολύνει τη Fed και τις άλλες κεντρικές τράπεζες στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τον πληθωρισμό.
Στην Ευρώπη, οι επενδυτές παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην ενεργειακή κρίση, με την τιμή του φυσικού αερίου να κάνει άλμα κατά περισσότερο από 8% τη χθεσινή ημέρα. Ωστόσο, δεν έχουν σβήσει οι προσδοκίες ότι, αρχής γενομένης από τη Σύνοδο Κορυφής την Παρασκευή, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα λάβει νέα μέτρα για να ελέγξει τις τιμές, καθώς η ιδέα για επιβολή πλαφόν στα ολλανδικά συμβόλαια TTF κερδίζει έδαφος τα τελευταία 24ωρα.
Τα «αγκάθια» για την Ευρώπη
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που είχε χθες συνεδρίαση όπου δεν συζητήθηκαν μέτρα νομισματικής πολιτικής στην Κύπρο, στέλνει συνεχώς το ίδιο μήνυμα: οι αυξήσεις επιτοκίων θα συνεχισθούν όσο χρειάζεται για να υποχωρήσει ο πληθωρισμός. Οι αγορές περιμένουν αύξηση επιτοκίων κατά 1,25% επιπλέον, ως το τέλος του έτους. Την ίδια ώρα, άρχισε από χθες να συζητείται ένα κακό σενάριο για τις αγορές ομολόγων, η ποσοτική σύσφιξη με μείωση ή τερματισμό της επανεπένδυσης εσόδων από τα προηγούμενα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Στοιχεία που δημοσιεύθηκαν χθες έδειξαν ότι ήδη από τον Σεπτέμβριο η κεντρική τράπεζα μείωσε τις θέσεις της σε ομόλογα της περιφέρειας, κυρίως της Ιταλίας και της Ελλάδας, κάτι που σημαίνει ότι ήδη ακολουθεί μία πιο «σφικτή» πολιτική.
Εστία κινδύνου για την Ευρώπη εξακολουθεί να αποτελεί η Ιταλία, όπου χθες προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση στην αγορά ομολόγων με άνοδο των αποδόσεων λόγω ρευστοποιήσεων από τους επενδυτές, μετά την προειδοποίηση του οίκου Moody's για οικονομικούς και δημοσιονομικούς κινδύνους που απορρέουν από την πολιτική που θα ακολουθήσει η νέα δεξιά κυβέρνηση με επικεφαλής την ακροδεξιά πολιτικό, Τζόρτζια Μελόνι.
Στην Αθήνα, η αγορά δείχνει να κρατά ψύχραιμη στάση, καθώς μετά τη σωρευτική άνοδο του Γενικού Δείκτη κατά 4,39%, χθες η πτώση περιορίσθηκε σε -0,48%, με την αξία των συναλλαγών να παραμένει χαμηλή, κάτω από τα 45 εκατ. ευρώ. Αναλυτές επισημαίνουν ως θετικό στοιχείο ότι ο Γενικός Δείκτης δεν απομακρύνθηκε σημαντικά από το τεχνικό όριο των 820 μονάδων (έκλεισε στις 819,14), ενώ το γεγονός ότι οι εισηγμένες παρουσίασαν ρεκόρ αποτελεσμάτων το α' εξάμηνο και ότι η οικονομία θεωρείται βέβαιο πως θα αποφύγει την ύφεση το 2023, ακόμη και με επιβεβαίωση των δυσμενών σεναρίων για ύφεση στην Ευρώπη, ενισχύει τη θέση του ελληνικού χρηματιστηρίου σε αυτή την περίοδο των έντονων διεθνών αναταράξεων.
Σε κάθε περίπτωση, ο Οκτώβριος φαίνεται ότι θα είναι ένας μήνας που θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον για την πορεία των αγορών. Από τη μια, οι επενδυτές δείχνουν ότι θέλουν να δουν το συντομότερο δυνατό το τέλος της bear market και να επανατοποθετήσουν κεφάλαια στα χρηματιστήρια σε ελκυστικές τιμές. Η πτώση που έχει ήδη καταγραφεί σε μεγάλο βαθμό ενσωματώνει στις αποτιμήσεις τις αυξήσεις επιτοκίων που έχουν γίνει και αυτές που αναμένονται στο προσεχές μέλλον, περιορίζοντας τα περιθώρια για διολίσθηση των τιμών ακόμη χαμηλότερα.
Από την άλλη, όμως, το εξαιρετικά ασταθές διεθνές περιβάλλον, με την κρίση πληθωρισμού με φόντο ένα πόλεμο στην Ευρώπη, αφήνει πολλά περιθώρια για δυσάρεστες εκπλήξεις και οδηγεί σε επιφυλακτικότητα και διακράτηση μετρητών. Ακόμη και ο «γκουρού» Ρέι Ντάλιο, ο οποίος αποχωρεί αυτή την εποχή από την ηγεσία του μεγαλύτερου hedge fund στον κόσμο, Bridgewater Associates και ο οποίος ήταν σταθερά εδώ και χρόνια κατά της διακράτησης μετρητών, σήμερα έχει αλλάξει στάση, δηλώνοντας ότι «τα μετρητά δεν είναι σκουπίδια», καθώς εκτιμά ότι η μείωση του πληθωρισμού θα έχει υψηλό κόστος για την αμερικανική οικονομία και ότι οι μειώσεις επιτοκίων από τη Fed δεν θα πρέπει να αναμένονται πριν το 2024.