Μια μεγάλη ευκαιρία για πρόσθετα κέρδη από το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων τους, που ήδη είχαν ανέλθει σε πολύ υψηλά επίπεδα το 2019, έχουν οι ελληνικές τράπεζες, μετά την απόφαση της ΕΚΤ, για την οποία πρώτο έγραψε χθες το βράδυ το Business Daily, να άρει τον περιορισμό στις τοποθετήσεις κεφαλαίων σε ελληνικούς τίτλους.
Η άρση του πλαφόν στις αγορές ομολόγων είχε συζητηθεί από τον Δεκέμβριο, στη συνάντηση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά η ενεργοποίησή της έρχεται τώρα, σε μια συγκυρία δύσκολη για τους ελληνικούς κρατικούς τίτλους, αλλά και συνολικά για την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση του 10ετούς είχε υποχωρήσει πρόσφατα ως το 0,90%, σε ιστορικό χαμηλό, αλλά οι ρευστοποιήσεις ελληνικών τίτλων των τελευταίων εβδομάδων την έχουν ανεβάσει πάνω από το 1,40%, όπως φαίνεται στο γράφημα.
Η άνοδος της απόδοσης του 10ετούς ελληνικού ομολόγου
Αντίστοιχα ανεβασμένη είναι ολόκληρη η καμπύλη αποδόσεων των ελληνικών τίτλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση του 5ετούς, που είχε υποχωρήσει ως το 0,329% πρόσφατα, την Παρασκευή διαμορφώθηκε σε 0,742%, δηλαδή υπερδιπλασιάσθηκε από το χαμηλό.
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων
Μετά τις εξελίξεις αυτές στη δευτερογενή αγορά κρατικών τίτλων, οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να μπουν ως αγοραστές σε ικανοποιητικά επίπεδα τιμών και να προσδοκούν κεφαλαιακά κέρδη όταν περάσει η αναταραχή και επανέλθουν σε ανοδική τροχιά οι τιμές των ελληνικών τίτλων. Ταυτόχρονα, μπορούν να συμβάλλουν καταλυτικά στη σταθεροποίηση της κατάστασης στη δευτερογενή αγορά, καθώς θα αποτελέσουν τον ισχυρό αγοραστή που χρειάζεται σε αυτή την φάση για να εξισορροπηθούν οι πιέσεις.
Πάντως, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, οι ελληνικές τράπεζες προτίθενται να «κτίσουν» σταδιακά τις αυξημένες θέσεις τους στα ελληνικά ομόλογα, καθώς η ελληνική αγορά παραμένει αρκετά «ρηχή», με χαμηλές ημερήσιες αξίες συναλλαγών.
Τα κέρδη από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων έχουν ήδη δώσει βαθιές «ανάσες» στις ελληνικές τράπεζες, σε μια συγκυρία έντονης πίεσης στα έσοδα από τόκους και στην κερδοφορία τους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Goldman Sachs, για το 2019 οι συστημικές τράπεζες θα ανακοινώσουν έσοδα 766 εκατ. ευρώ από trading, που είναι και το υψηλότερο ποσό εδώ και αρκετά χρόνια. Αυτά τα έσοδα θα στηρίξουν σημαντικά την κερδοφορία τους, καθώς τα συνολικά κέρδη προ φόρων εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 1,065 δισ. ευρώ.
Τα ελληνικά ομόλογα «πληρώνουν» αρκετά ακριβά τη στροφή των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων προς τις ασφαλέστερες τοποθετήσεις. Οι επενδυτές εγκαταλείπουν μετοχές αλλά και ομόλογα που θεωρούνται υψηλότερου ρίσκου, λόγω της αναταραχής που έχει προκαλέσει η επιδημία του κοροναϊού και στρέφονται στα πιο ασφαλή «χαρτιά». Σε αυτό το κλίμα, η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου, που ήταν ήδη πριν το ξέσπασμα της αναταραχής βαθιά αρνητική, έχει πέσει χαμηλότερα και από το -0,70%, ενώ σε χαμηλό όλων των εποχών, περίπου στο 0,70%, έχει υποχωρήσει η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου.
Όπως σημειώνει το Bloomberg σε σημερινό του δημοσίευμα, η διαταραχή που έχει προκληθεί στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων είναι αρκετά σοβαρή, καθώς δεν ανεβαίνουν οι αποδόσεις μόνο περιφερειακών ομολόγων, όπως τα ιταλικά ή τα ελληνικά, αλλά έχει ανοίξει απότομα και η διαφορά απόδοσης (spread) ανάμεσα στα γαλλικά και στα γερμανικά ομόλογα, ξεπερνώντας τις 30 μονάδες βάσης.
Η αγορά, σύμφωνα με το πρακτορείο, περιμένει την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να «θεραπευθεί» αυτή η διαταραχή. Η ΕΚΤ συνεδριάζει την Πέμπτη για να αποφασίσει αν θα χαλαρώσει περαιτέρω τη νομισματική πολιτική, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η πίεση που έχει δημιουργήσει στις αγορές η επιδημία του κοροναϊού, και η αγορά έχει ήδη προεξοφλήσει ότι θα μειωθεί ακόμη χαμηλότερα, από το -0,50% στο -0,60%, το ήδη αρνητικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες.
«Επιστροφή στην κανονικότητα»
Ο υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας εξέφρασε την ικανοποίηση του για την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την άρση των περιορισμών στις αγορές κρατικών ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες, σημειώνοντας πως η απόφαση της κεντρικής τράπεζας δείχνει πως η χώρα επιστρέφει στην κανονικότητα μετά τις παλινωδίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως αναφέρει ο υπουργός σε σημερινή του δήλωση, η απόφαση της ΕΚΤ για αναίρεση της επιβολής ορίων στις ελληνικές τράπεζες για την αγορά ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου απομακρύνει «μία ακόμα σκιά από τη σκοτεινή περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ».
Η πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα απόφαση της ΕΚΤ, προσθέτει ο υπουργός, «ήταν για να προστατεύσει τις ελληνικές τράπεζες από περαιτέρω αύξηση του ανοίγματος προς το Ελληνικό Δημόσιο, εν μέσω της σφοδρής επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών μετά τον Δεκέμβριο του 2014, και της πολιτικής αβεβαιότητας που προκλήθηκε από τις παλινωδίες της Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Τότε, το 1ο εξάμηνο του 2015, η πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές χρήματος είχε ήδη διακοπεί, οι τράπεζες βίωναν τη μεγαλύτερη ετήσια εκροή καταθέσεων από την αρχή της κρίσης και η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών είχε επιδεινωθεί δραματικά, ώστε να στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στη χρηματοδότηση μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Παροχής Ρευστότητας (ELA)».
Ο υπουργός υπογράμμισε πως η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα επανήλθε μετά τις εκλογές του Ιουλίου με τις καταθέσεις να αυξάνονται και να αποκαθίσταται η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ενώ αποπληρώθηκε και η χρηματοδότηση μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Παροχής Ρευστότητας.
Όπως σημειώνει ο κ. Σταϊκούρας «ταυτόχρονα, το μακροοικονομικό περιβάλλον βελτιώθηκε αισθητά, άρθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls), ενώ η εμπιστοσύνη των αγορών προς την κυβέρνηση της Ν.Δ. αποτυπώνεται και στο κόστος χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο έπεσε πρόσφατα, και πριν την ενίσχυση εξωγενών κινδύνων, σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ. Ως αποτέλεσμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αξιολόγησε ότι εκλείπουν πλέον οι λόγοι και οι συνθήκες που την οδήγησαν στην απόφαση του Μαρτίου του 2015. Απόφαση την οποία αναίρεσε σήμερα, δίνοντας ακόμα ένα σημάδι για την επιστροφή στην κανονικότητα και την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Η εξέλιξη αυτή θα είναι επωφελής τόσο για τις τράπεζες όσο και για το Ελληνικό Δημόσιο».