Η ηρεμία έχει επιστρέψει στις αγορές, χωρίς, πάντως, να έχουν πάψει να υπάρχουν κάποιοι παράγοντες κινδύνου, σύμφωνα με τον κορυφαίο αναλυτή της UBS, Μαρκ Χάφελε.
Δύο εκ των κομβικών σημείων για τις αγορές παραμένουν οι επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, με τη UBS να θεωρεί θετική εξέλιξη την αποχώρηση Μπάιντεν και φυσικά η πρόβλεψη για μειώσεις επιτοκίων από τη Fed.
O Χάφελε εμφανίζεται αισιόδοξος για την πορεία των αγορών, ενώ εκτιμά ότι ο χρυσός θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία και «βλέπει» ανάκαμψη για τις τιμές πετρελαίου, ενώ συστήνει τοποθετήσεις και σε μετοχές υψηλής ποιότητας σε Ευρώπη και Ιαπωνία.
Οι αμερικανικές εκλογές
Η απόφαση του προέδρου Τζο Μπάιντεν να αποσύρει την υποψηφιότητά του για μια δεύτερη θητεία και να υποστηρίξει την Αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρις ως υποψήφια των Δημοκρατικών έχει μεταμορφώσει την εκλογική κούρσα των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τη UBS υπάρχει μια πιθανότητα 40% για νίκη της Χάρις με ένα διχασμένο Κογκρέσο (Ρεπουμπλικανική Γερουσία, Δημοκρατική Βουλή) και μια πιθανότητα 15% σε μια «μπλε επικράτηση» κατά την οποία οι Δημοκρατικοί κερδίζουν την προεδρία και ελέγχουν τόσο τη Βουλή. Υπάρχει μία πιθανότητα 35% για νίκη του Τραμπ με διχασμένο Κογκρέσο.
Χαλαρή νομισματική πολιτική
Οι προοπτικές για μειώσεις των επιτοκίων της Fed έχουν επίσης μετατοπιστεί τις τελευταίες εβδομάδες, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι η Fed έχει τα περιθώρια για μείωση των επιτοκίων. Η ανεργία στις ΗΠΑ αυξήθηκε στο 4,3% τον Ιούλιο, από 3,7% μόλις πριν από έξι μήνες, υποδηλώνοντας ότι η Fed μπορεί να χρειαστεί να δράσει για να στηρίξει την απασχόληση. Εν τω μεταξύ, ο δείκτης καταναλωτή στις ΗΠΑ επιβραδύνθηκε στο 2,9% σε ετήσια βάση τον Ιούλιο, στο χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2021, γεγονός που αναμένεται να βελτιώσει την εμπιστοσύνη της Fed ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται σε βιώσιμη πορεία πίσω στο στόχο του 2,0%.
Προβλέπεται ότι η Fed θα μειώσει τα επιτόκια σε κάθε μία από τις τρεις εναπομείνασες συνεδριάσεις της το 2024, με τη δυνατότητα μείωσης των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, εάν δικαιολογείται από την αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας ή των καταναλωτικών δαπανών.
Μετά τη μείωση των αποδόσεων των ομολόγων τους τελευταίους μήνες, εξουδετερώνουμε την προτίμησή μας για σταθερό εισόδημα και τώρα βλέπουμε εξίσου ελκυστικές προοπτικές απόδοσης κινδύνου για ομόλογα και μετοχές. Αυτό είναι ένα καλό περιβάλλον για την ανάπτυξη κεφαλαίων σε ισορροπημένα χαρτοφυλάκια, κατά την άποψή μας, καθώς αναμένουμε θετικές συνολικές αποδόσεις στις κύριες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων τους επόμενους έξι έως 12 μήνες.
Σε ό,τι αφορά τις επενδυτικές προτάσεις στην έκθεση αναφέρονται τα ακόλουθα:
- Ομόλογα: Ουδέτερη σύσταση για τα κρατικά ομόλογα, με εκτίμηση ότι η απόδοση για το αμερικανικό 10ετές θα φθάσει στο 3,85% έως το τέλος του 2024. Καλύτερη επιλογή αποτελούν τα εταιρικά ομόλογα.
- Μετοχές: Αναμένεται ότι οι εταιρείες του S&P 500 θα αυξήσουν τα κέρδη κατά 11% φέτος και 8% το 2025. Με σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας και των κερδών των ΗΠΑ, το «πάγωμα» του πληθωρισμού και την πιθανή μείωση των επιτοκίων από τη Fed, αναμένεται ότι ο S&P 500 θα αυξηθεί στις 5.900 μονάδες έως τον Δεκέμβριο του 2024 και στις 6.200 έως τον Ιούνιο του 2025. Ιστορικά, ελλείψει ύφεσης, ο δείκτης κέρδισε 17% κατά μέσο όρο στους 12 μήνες μετά την πρώτη μείωση των επιτοκίων της Fed. Υπάρχουν ευκαιρίες και σε επιλεγμένες ποιοτικές μετοχές στην Ιαπωνία και την Ευρώπη.
- Αγορά συναλλάγματος: Εκτιμάται ότι η τάση προς ένα ασθενέστερο δολάριο θα συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα, καθώς η ανάπτυξη των ΗΠΑ μετριάζεται, ο πληθωρισμός μειώνεται περαιτέρω και η Fed μειώνει τα επιτόκια. Η υψηλή αποτίμηση του νομίσματος και τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ ενισχύουν τη μακροπρόθεσμη περίπτωση για ένα ασθενέστερο δολάριο. Το ελβετικό φράγκο παραμένει μεταξύ των βασικών επιλογών.
- Εμπορεύματα: Ο χρυσός παραμένει το βασικό hedging για τους επενδυτές, με εκτίμηση ότι η τιμή του θα φθάσει στα 2.700 δολάρια έως τα μέσα του 2025. Παράλληλα εκτιμάται ότι η τιμή του brent θα ενισχυθεί και θα φθάσει έως τα 87 δολάρια έως το τέλος του 2024, καθώς η αύξηση της ζήτησης πετρελαίου παραμένει ισχυρή χάρη στην κατανάλωση των ΗΠΑ και της Ινδίας, ενώ ο ΟΠΕΚ+ είναι πιθανό να διστάσει να αυξήσει την παραγωγή του.