Τις δέσμες πολιτικών πρωτοβουλιών, που έχει αναλάβει το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, από την αρχή της νέας διακυβέρνησης, με στόχο την αναβάθμιση και ενίσχυση της ασφάλειας των υποδομών και των μεταφορών, καθώς επίσης και της συνδεσιμότητας στην ευρύτερη περιοχή, παρουσίασε ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Χρήστος Σταϊκούρας, στην 27η ετήσια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης του Economist, με την ελληνική Κυβέρνηση με τίτλο: «Η μεγάλη μετάβαση: Γεωπολιτική – Περιβάλλον – Τεχνολογία».
Ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών ανέλυσε διεξοδικά τις δέσμες πολιτικών ως εξής:
- Η υλοποίηση δημοσίων έργων. Εκατοντάδες μικρά και μεγάλα έργα βρίσκονται σε εξέλιξη σε όλη την επικράτεια, με στόχο τις σύγχρονες υποδομές και τις ασφαλείς μεταφορές. Ανάμεσα τους και μεγάλα εμβληματικά έργα.
- Η υλοποίηση μεγάλων αρδευτικών, εγγειοβελτιωτικών και αντιπλημμυρικών έργων.
- Ο έλεγχος και η συντήρηση υφιστάμενων έργων υποδομής, όπως οι γέφυρες, που αποτελούν σημαντικό μέρος του δομικού πλούτου της χώρας μας. Σήμερα, μάλιστα, εκδόθηκε Υπουργική Απόφαση για την έγκριση του Κανονισμού Επιθεώρησης και Συντήρησης Γεφυρών, καθώς και για τη συγκρότηση της Διοικητικής Αρχής Γεφυρών.
- Η μεταρρύθμιση του ελληνικού σιδηροδρόμου, παρά τις νέες δυσκολίες που προέκυψαν από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές.
- Η περαιτέρω ενίσχυση της ασφάλειας των αεροδρομίων, των αερομεταφορών και της αεροναυτιλίας.
- Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των μεταφορών, άρρηκτα συνδεδεμένη με τις υποδομές. Τα νέα έργα υποδομής πρέπει να διασφαλιστεί ότι είναι ανθεκτικά στο κλίμα, συνάδουν με τους περιβαλλοντικούς στόχους, και διασφαλίζουν συνέχεια σε απρόβλεπτες καταστάσεις, οφειλόμενες σε φυσικές ή ανθρωπογενείς καταστροφές.
- Η άμεση αποκατάσταση των ζημιών στις υποδομές των πληγεισών περιοχών, με έργα υψηλότερης ανθεκτικότητας. Στην κατεύθυνση αυτή υπήρξαν άμεσες κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων.
Στο τέλος της τοποθέτησής του ο κ. Σταϊκούρας τόνισε: «έχουμε την ισχυρή βούληση να τρέξουμε με καλούς ρυθμούς, με ποιότητα και αποδοτικότητα, ώστε σε τέσσερα χρόνια, να μπορούμε τεκμηριωμένα να ισχυριζόμαστε ότι η χώρα μας ενισχύει τη θέση της ως θετικό παράδειγμα, ως ‘‘παίκτης’’ θετικής μνημόνευσης».