Για «παράθυρο ευκαιρίας», προκειμένου να ανοίξει διαδικασία διαλόγου με την Τουρκία ως τις 25 Σεπτεμβρίου που θα συγκληθεί η σύνοδος κορυφής των 27,έκανε λόγο ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς.
Ειδικότερα, μιλώντας στην ΕΡΤ 1, ο κ. Σχοινάς σημείωσε ότι στο διάστημα που μένει ως τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις 25 Σεπτεμβρίου υπάρχει ελπίδα ότι η διαδικασία του διαλόγου με την Τουρκία θα μπορέσει να προχωρήσει, εφόσον σταματήσουν οι επιθετικές τακτικές από την τουρκική πλευρά.
Τόνισε ότι «υπάρχει μια δομημένη διαδικασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο με το σύνολο της ευρωπαϊκής οικογένειας στο πλευρό της Ελλάδας» και επανέλαβε την προσδοκία ότι «μέσα απ αυτή τη διαδικασία θα βρεθεί η διέξοδος της αποκλιμάκωσης με επιστροφή στην κανονικότητα στην Αν. Μεσόγειο».
Ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής υπογράμμισε ότι η τουρκική στάση θίγει την Ευρώπη συνολικά και υπενθύμισε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς την Ελλάδα, κατά την οικονομική κρίση, την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, με το Ταμείο Ανάκαμψης. Και τώρα με τα ελληνοτουρκικά είναι η τέταρτη φορά που η Ευρώπη στέκεται στο πλευρό της Ελλάδας.
Όσον αφορά στο Ταμείο Ανάκαμψης, ο κ. Σχοινάς ανέφερε ότι σε λίγες εβδομάδες τα κράτη-μέλη θα καταθέσουν τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και από την αρχή του χρόνου θα αρχίσει να εισρέει το χρήμα στην πραγματική οικονομία.
Στο σημείο αυτό, ο κ. Μαργαρίτης τόνισε ότι υπάρχει και η δυνατότητα να δοθεί το 10% των πόρων που αναλογούν σε κάθε χώρα -και στην Ελλάδα- ως προκαταβολή από τη στιγμή που η Επιτροπή εγκρίνει το πρόγραμμα, πριν από την έγκρισή του από το Συμβούλιο Υπουργών. Αυτό το ποσόν μαζί με τα 2,7 δισ. του προγράμματος SURE για τη βραχυπρόθεσμη απασχόληση αποτελεί ένα σημαντικό μαξιλάρι πριν εισρεύσουν οι μεγάλοι πόροι την επόμενη χρονιά.
Ως προς τις δράσεις που θα κατευθυνθούν αυτοί οι πόροι απάντησε ότι η αφετηρία για το Ταμείο Ανάκαμψης εκ μέρους της Ευρώπης είναι να ξεπεραστούν οι οικονομικές απώλειες που προκάλεσε η πανδημία. Ο στόχος είναι οι δράσεις που θα κατευθύνουν την πράσινη και ψηφιακή οικονομία, την αγορά εργασίας -πώς οι εργαζόμενοι θα αποκτήσουν περισσότερες δυνατότητες απασχόλησης με νέες δεξιότητες μέσω προγραμμάτων κατάρτισης κλπ- αλλά δεν θα πάνε σε μακροχρόνια «έργα τσιμέντου» και υποδομών για τα οποία υπάρχουν οι πρόσθετοι πόροι του ΕΣΠΑ.