Την αποχώρηση αρκετών μεμονωμένων ιδιοκτητών διαμερισμάτων από την αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων τους επόμενους μήνες θεωρούν βέβαιη ειδικοί του κλάδου, ενώ η τάση αυτή έχει ήδη αρχίσει να καταγράφεται από τα μέσα του 2019.
Οι λόγοι είναι αρκετοί, από τον υψηλό ανταγωνισμό που συμπιέζει τις τιμές και τις πληρότητες, μέχρι την αύξηση των τιμών ενοικίασης με μακροχρόνια συμβόλαια. Η τάση αυτή είναι πιο έντονη σε περιοχές χαμηλού τουριστικού ενδιαφέροντος, όπως π.χ. τα ανατολικά, δυτικά και βόρεια προάστια της Αττικής. Αντιθέτως, στο κέντρο της Αθήνας, ακόμα και εν μέσω σφοδρού ανταγωνισμού, υπάρχει η δυνατότητα υψηλών εσόδων, αρκεί βέβαια το ακίνητο να συγκεντρώνει και τις απαιτούμενες ποιοτικές προδιαγραφές.
Ως εκ τούτου, εκφράζεται και η αισιοδοξία ότι η επιστροφή αρκετών διαμερισμάτων στην αγορά των συμβατικών μισθώσεων, θα ενισχύσει την προσφορά και επομένως θα συμπιέσει και τις τιμές των ενοικίων, ή έστω θα συγκρατήσει την μεγάλη αύξηση που καταγράφεται κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία του δείκτη τιμών ακινήτων SPI του δικτύου ηλεκτρονικών αγγελιών Spitogatos, οι τιμές ενοικίασης παρουσίασαν πολύ μεγάλες αυξήσεις στην πλειονότητα των ελληνικών πόλεων, με τις μεγαλύτερες μεταβολές να παρατηρούνται στον Πειραιά (25,2%), τα Νησιά Αργοσαρωνικού (23,1%), τον Νομό Τρικάλων (21,4%), το Κέντρο Αθήνας και τα Δυτικά Προάστια (20%).
Πάντως, σύμφωνα με αρκετούς φορείς της αγοράς ακινήτων, ο λόγος που οι τιμές των ενοικίων αυξάνονται με τέτοια ταχύτητα δεν είναι τόσο το Airbnb, όσο το γεγονός ότι καθόλη την διάρκεια των τελευταίων 10 ετών, η συντριπτική πλειονότητα των νέων νοικοκυριών επιλέγει την μίσθωση για την κάλυψη των στεγαστικών του αναγκών και όχι την αγορά ακινήτου, με την συνδρομή και του τραπεζικού δανεισμού, όπως συνέβαινε, ιδίως κατά την περίοδο από το 1995 μέχρι και το 2008-2009. Δηλαδή, η ζήτηση στην αγορά ενοικίασης είναι πλέον πολλαπλάσια σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, γεγονός που επιτρέπει στους ιδιοκτήτες να προχωρούν σε αυξήσεις, έχοντας βέβαια και το «μαξιλάρι» του Airbnb, σε περίπτωση που παρουσιαστεί η σχετική ανάγκη.
Σύμφωνα όμως με εκπροσώπους εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην διαχείριση ακινήτων μέσω των ψηφιακών πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, η αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου με την υποχρεωτική έγγραφη όλων των ακινήτων στο σχετικό μητρώο και συνεπώς και η φορολόγηση των συγκεκριμένων εσόδων, έχει ήδη στρέψει μια μερίδα ιδιοκτητών στην επιλογή των μακροχρόνιων μισθώσεων. Επίσης, σημαντικό ρόλο έχει διαδραματίσει και ο υψηλός ανταγωνισμός, ιδίως από επαγγελματίες της αγοράς, ή από επενδυτές, οι οποίοι έχουν συγκεντρώσει στην κατοχή τους αρκετά διαμερίσματα, με αποτέλεσμα να έχουν την δυνατότητα να προσφέρουν και ανταγωνιστικότερα πακέτα, όπως επίσης και υπηρεσίες, που ένας ιδιώτης ιδιοκτήτης αδυνατεί. Έστω λοιπόν κι αν ο αριθμός των αγγελιών ακινήτων στις ψηφιακές πλατφόρμες δεν μειωθεί (καθώς αναπτύσσονται και προστίθενται διαρκώς νέα ακίνητα), σε αρκετές περιοχές, θα επανέλθουν διαμερίσματα, των οποίων οι ιδιοκτήτες τους θα προτιμήσουν να εκμισθώσουν με μακροχρόνια συμβόλαια, αποφεύγοντας έτσι και τις δαπάνες των κοινοχρήστων.
Άλλη μια ένδειξη ότι κάτι τέτοιο έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει είναι και η τάση υποχώρησης των ενοικίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του δείκτη SPI, κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2019, στο κέντρο της Αθήνας οι ζητούμενες τιμές ενοικίασης υποχώρησαν κατά 5,7% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκαν σε 9,4 ευρώ / τ.μ. κατά μέσον όρο, από σχεδόν 10 ευρώ / τ.μ. κατά το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Μικρή μείωση κατά 0,7% σημείωσαν και τα ενοίκια των ακινήτων στα νότια προάστια, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται πλέον σε 10,55 ευρώ/τ.μ. Η διόρθωση αυτή οφείλεται στο ότι τα ενοίκια είχαν πλέον καταστεί απογορευτικά για μεγάλη μερίδα ενδιαφερόμενων, με αποτέλεσμα αυτοί να στρέφονται σε άλλες περιοχές της Αττικής, με χαμηλότερο κόστος.