Ανοσία στις αυξήσεις επιτοκίων δείχνει να έχει η αγορά ακινήτων, καθώς η δυναμική πορεία των επενδύσεων στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε μετρητά που εισρέουν ξανά στην οικονομία μετά από τη δεκαετή οικονομική κρίση της χώρας, εκτιμούν οικονομολόγοι.
Με καταθέσεις και χρήματα που επαναπατρίζονται, ή ακόμα βρίσκονται σε θυρίδες και κάτω από στρώματα, τροφοδοτείται η άνοδος της αγοράς κατοικίας που τρέχει με αμείωτο ρυθμό στην Ελλάδα, τη στιγμή που στην υπόλοιπη Ευρώπη οι επενδυτές πατάνε φρένο.
Οι τιμές της στέγασης καλπάζουν στην Ελλάδα αν και πολλοί περίμεναν μια διόρθωση τιμών λόγω της επιβράδυνσης της οικονομίας και το αυξανόμενο κόστος χρήματος.
Στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας που δημοσιεύτηκαν την περασμένη εβδομάδα δείχνουν ότι το δ΄ τρίμηνο του 2022 οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 12,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021, ενώ για το 2022 οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 11,1%, έναντι αύξησης 7,6% το 2021.
Την ίδια στιγμή, στη Γερμανία οι τιμές παρουσίασαν την μεγαλύτερη πτώση των τελευταίων 20 ετών, ενώ η τάση είναι πτωτική στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ολλανδία και τη Γαλλία, μεταξύ άλλων.
Στην Ελλάδα, η δυναμική της αγοράς δείχνει να κρατάει γερά και το 2023 παρά τα προβλήματα της περιορισμένης προσφοράς και την ψαλίδα που όλο και ανοίγει ανάμεσα στους μισθούς και τις τιμές.
«Η ελληνική αγορά έχει λιγότερη ευαισθησία στις αυξήσεις επιτοκίων επειδή οι αγοραστές στηρίζονται σε ίδια κεφάλαια. Στις ώριμες αγορές πέφτουν οι τιμές όταν επιβραδύνεται ο τραπεζικός δανεισμός», τονίζει οικονομολόγος στο Business Daily. Το τραπεζικό σύστημα της χώρας παραμένει σε μεγάλο βαθμό παρατηρητής της αγοράς.
Ο ρυθμός αύξησης της στεγαστικής πίστης τον Ιανουάριο ήταν σε αρνητικό έδαφος (-3,7%), όπως συμβαίνει από το 2009, σύμφωνα με τραπεζικά στοιχεία. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι στην ευρύτερη οικονομία χορηγούνται νέα δάνεια, με τον ρυθμό πιστωτικής επέκτασης στον ιδιωτικό τομέα να ανέρχεται στο 5,7% τον Ιανουάριο, έναντι του 6,3% τον Δεκέμβριο.
Το ελατήριο και οι καταθέσεις
Αναλυτές παρομοιάζουν την ελληνική αγορά ακινήτων με ένα ελατήριο που ακόμα ανοίγει μετά από πολλά χρόνια συμπίεσης. Οι τιμές των διαμερισμάτων έχουν ανακτήσει περίπου το 44% του επιπέδου των τιμών που μειώθηκαν από το 2009, υποδηλώνοντας ότι ακόμα υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανόδου.
Επίσης, τα νοικοκυριά που είχαν υποστεί μικρή οικονομική ζημιά στα χρόνια της κρίσης και ανέβαλλαν αποφάσεις για την απόκτηση νέας κατοικίας, τώρα κινούνται με αποφασιστικότητα. Και, αν κρίνει κανείς από την πορεία των καταθέσεων, υπάρχουν ακόμα νέοι πόροι που μπορούν να διοχετευτούν στο real estate.
Στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας καταγράφουν σημαντική αύξηση στις καταθέσεις τα τελευταία χρόνια. Τον Ιανουάριο, το σύνολο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, που περιλαμβάνει τις καταθέσεις τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων, αυξήθηκε στα 184 δισ. ευρώ από τα 143 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο το 2019.
Ανοσία μόνο για τους αγοραστές
Αν και η δεξαμενή των αγοραστών ξεχειλίζει, η ροή της προσφοράς στερεύει με ελάχιστες ελπίδες για βελτίωση των συνθηκών το επόμενο διάστημα. Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης ενισχύουν μονόπλευρα τη ζήτηση, ενώ τα σχέδια να ανοίξουν οι 750.000 κενές κατοικίες της Αθήνας παραμένουν στα χαρτιά.
Επίσης, το κόστος του χρήματος παίζει μεγάλο ρόλο στις αποφάσεις των εταιρειών ανάπτυξης ακινήτων, αλλάζοντας την εμπορευσιμότητα του προϊόντος τους, σε μια εποχή που είναι έντονες οι ανοδικές πιέσεις των τιμών.
Σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς, οι τιμές των νεόδμητων διαμερισμάτων, από το 2017 μέχρι και το 2022, έχουν αυξηθεί έως και 75%, ως αποτέλεσμα της αύξησης του κόστους κατασκευής, των τιμών των οικοπέδων και των υψηλότερων προδιαγραφών ενεργειακής απόδοσης που οφείλουν να πληρούν πλέον όλα τα νεόδμητα ακίνητα.
Ακόμα, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αγορά διατυπώνονται με σαφήνεια στον κατασκευαστικό τομέα, όπως καταγράφονται από την ΕΛΣΤΑΤ. Τον Νοέμβριο, ο κινητός μέσος 12μήνου για την ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα (σε όγκο) κινήθηκε αρνητικά κατά 5,3%. Πρόκειται για την πιο αδύναμη απόδοση των τελευταίων ετών και για μια αρνητική πορεία που ξεκίνησε από τον Οκτώβριο πέρυσι, όταν ο αντίστοιχος δείκτης μειώθηκε κατά 1,1%.
«Από τα στοιχεία βλέπει κανείς ότι όχι μόνο είναι λίγα τα νέα κατασκευαστικά έργα στις κατοικίες, αλλά είναι επίσης, πολύ χαμηλός ο αριθμός των pipeline projects, κάτι που μάλλον θα συνεχιστεί για όλο το 2023», επισημαίνουν φορείς της αγοράς.