Τέσσερα με πέντε λεπτά το λίτρο ακριβότερα θα πωλείται από σήμερα στα πρατήρια η αμόλυβδη βενζίνη, στον απόηχο και των ανατιμήσεων στις αγορές πετρελαίου μετά και τη νέα ένταση στη Μέση Ανατολή.
Η μια αιτία για τις αυξήσεις, είναι οι διεθνείς εξελίξεις, δηλαδή η άνοδος των τιμών του αργού λόγω του αμερικανικού χτυπήματος την Παρασκευή με αποτέλεσμα το θάνατο του Ιρανού στρατηγού Κασεμ Σουλειμανί στη Βαγδάτη.
Η δεύτερη και λιγότερη γνωστή αιτία, που ωστόσο επηρεάζει -προς το παρόν τουλάχιστον- ακόμη περισσότερο τις τιμές της βενζίνης, είναι το βιοντίζελ. Από 1ης Ιανουαρίου 2020, τα διυλιστήρια υποχρεούνται στο πλαίσιο της προσπάθειας για πιο καθαρά καύσιμα, να αναμειγνύουν τις βενζίνες που διαθέτουν στην εγχώρια αγορά με ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά βιοαιθανόλης. Στόχος της υποχρέωσης αυτής, είναι η περαιτέρω διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις μεταφορές, μέσω αύξησης της συμμετοχής των βιοκαυσίμων, στο πλαίσιο της εθνικής και κοινοτικής πολιτικής.
Στην πράξη τα παραπάνω μεταφράζονται σε μια επιβάρυνση κατά 2,5 λεπτά / λίτρο, η οποία έχει ήδη μετακυληθεί στην αντλία από την 1η Ιανουαρίου, ωστόσο θα αρχίσει να γίνεται περισσότερο αισθητή από σήμερα.
Σε αυτά τα 2,5 λεπτά, έρχονται να προστεθούν από σήμερα, επιπλέον 1 με 2 λεπτά, λόγω της αύξησης από την Παρασκευή μέχρι τη Δευτέρα του μπρεντ κατά 5% (από τα 66 στα 70 δολάρια το βαρέλι), απόρροια της νέας έντασης στη Μέση Ανατολή. Αυτό τον πρώτο λογαριασμό, που αθροιστικά φτάνει τα 4-5 λεπτά το λίτρο στην αμόλυβδη, θα πληρώσουν όσοι βάλουν από σήμερα καύσιμα, χωρίς να αποκλείεται τις επόμενες ημέρες οι επιβαρύνσεις να μεγαλώσουν, αναλόγως του αν θα υπάρξουν ενδείξεις κλιμάκωσης της σύγκρουσης μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσινγκτον.
Το αν αυτό θα συμβεί, θα εξαρτηθεί από την έκταση των αντιποίνων της Τεχεράνης, που σύμφωνα ωστόσο με πιο ψύχραιμες αναλύσεις, δεν θα είναι τέτοια, ώστε να προκαλέσουν μεγάλες αναταράξεις στην αγορά πετρελαίου.
Το «καλό» και το «κακό» σενάριο
Σύμφωνα με τον Henry Rome, αναλυτή του Eurasia Group, το Ιράν θα προχωρήσει σε αντίποινα για τη δολοφονία Σουλειμανί, ωστόσο αυτά θα είναι ήπια, χαμηλού επιπέδου, και πιθανότατα θα περιοριστούν στο Ιράκ. Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν παραστρατιωτικοί θα επιτεθούν σε αμερικανικές βάσεις, οι ΗΠΑ θα απαντήσουν με επιθέσεις εντός του Ιράκ, ενώ ταυτόχρονα το Ιραν θα ξεκινήσει εκ νέου να παρενοχλεί εμπορικά πλοία στον Κόλπο, σε συνδυασμό με στρατιωτικές ασκήσεις για να διακόψει προσωρινά τη ναυτιλία, χωρίς ωστόσο κάποιου άλλου είδους κλιμάκωση.
Σύμφωνα πάντα με αυτή την ανάλυση, δεν αναμένεται να προκληθεί ένας πλήρως ανοιχτός πόλεμος, τόσο επειδή η Τεχεράνη θα δείξει για μια ακόμη φορά «σεβασμό» απέναντι στην αμερικανική ισχύ, όσο και λόγω της αποστροφής του προέδρου Tραμπ απέναντι σε ένα πόλεμο στη Μέση Ανατολή.
Το παραπάνω είναι το «καλό» σενάριο για την παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Πέραν αυτού, υπάρχουν κι άλλα σενάρια, λιγότερο «καλά», όπως για παράδειγμα μια τυχόν εξάπλωση της σύγκρουσης στα πετρελαϊκά πεδία του Νότιου Ιράκ ή μια ένταση της παρενόχλησης πλοίων από το Ιράν ή ακόμη και μια απόφαση της Τεχεράνης να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ απ’ όπου διακινείται το 20% του παγκόσμιου πετρελαίου. Σε περίπτωση μάλιστα που συμβεί το δεύτερο, τότε σύμφωνα με την Capital Economics, το πετρέλαιο θα μπορούσε και να ξεπεράσει τα 150 δολάρια το βαρέλι.
Στην περίπτωση φυσικά που επιβεβαιωθούν τα πιο ακραία σενάρια, εννοείται ότι θα επηρεαστούν η παγκόσμια οικονομία, όπως και η ελληνική, η οποία παραμένει σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις εισαγωγές μαύρου χρυσού. Σε μια τέτοια περίπτωση θα απειληθεί το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, καθώς η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη που πλήττονται περισσότερο από τις πετρελαϊκές κρίσεις. Ακόμη και σήμερα, πάνω από το 50% της ετήσιας ενεργειακής κατανάλωσης της χώρας καλύπτεται από εισαγόμενο πετρέλαιο, με τη συμμετοχή φυσικού αερίου, βιοκαυσίμων, και άλλων μορφών ενέργειας στο ενεργειακό της ισοζύγιο, να παραμένει μικρή.
Κρίνοντας ωστόσο από τα όσα είχαν συμβεί τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν επιθέσεις δυνάμεων προσκείμενων στη Τεχεράνη, είχαν πλήξει ένα από τα μεγαλύτερα διυλιστήρια, αυτό της σαουδαραβικής Aramco, θέτοντας εκτός λειτουργίας σημαντικό μέρος της παραγωγής του, πιθανώς να μην επιβεβαιωθεί τίποτα από τα παραπάνω.
Τότε, οι επιθέσεις είχαν αρχικά εκτινάξει τις τιμές του πετρελαίου κατά 20%, ωστόσο σύντομα αυτές υποχώρησαν, καθώς το Ριάντ αποκατέστησε γρήγορα την παραγωγή του στα προ της επιθέσεως επίπεδα. Τελικά οι δυσοίωνες εκτιμήσεις διαψεύσθηκαν, η Σαουδική Αραβία, και οι σύμμαχοί της, δεν προέβησαν σε ισχυρά αντίποινα κατά της Τεχεράνης, και μετά από μια σύντομη αναταραχή στις αγορές πετρελαίου, οι τιμές επανήλθαν στα αρχικά επίπεδα.