Αμετακίνητη στην απόφαση η ΕΚΤ να συνεχίζει να αυξάνει τα επιτόκια το επόμενο διάστημα και όσο θα χρειαστεί για να πέσει ο πληθωρισμός εντός του στόχου παρέμεινε η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στην Οικονομική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Τόνισε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια έως το επίπεδο που θα θεωρήσει ικανό να οδηγήσει σε πτώση του πληθωρισμού στο όριο του 2% που έχει τεθεί και επανέλαβε ότι οι αποφάσεις για τις αυξήσεις θα λαμβάνονται σε κάθε συνεδρίαση με βάση τα στοιχεία που θα έχει η κεντρική τράπεζα στη διάθεσή της.
«Θα αυξήσουμε περαιτέρω τα επιτόκια στα επίπεδα που απαιτούνται για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%. Σε αυτό το περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας και με σύνθετους κλυδωνισμούς που πλήττουν την οικονομία, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από τα δεδομένα και να ακολουθούν μια προσέγγιση ανά συνεδρίαση. Το πόσο περισσότερο πρέπει να προχωρήσουμε και πόσο γρήγορα πρέπει να φτάσουμε εκεί, θα βασίζεται στις επικαιροποιημένες προβλέψεις μας, στην επιμονή των σοκ, στην αντίδραση των μισθών και των προσδοκιών για τον πληθωρισμό και στην εκτίμησή μας για τη μετάδοση της πολιτικής μας», σημείωσε.
Χαρακτήρισε το 2022 ένα έτος γεμάτο προκλήσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και των αρνητικών συνεπειών που είχε όχι μόνο στον τομέα της ενέργειας αλλά και σε άλλους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας.
Σημείωσε ότι η ΕΚΤ στη συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου θα θέσει τον οδικό χάρτη βάσει του οποίου θα προχωρήσει στη μείωση του ισολογισμού της, μία διαδικασία που θα είναι «σταδιακή και προσεκτική», ενώ επανέλαβε ότι δεν αρκεί μόνο νομισματική πολιτική της ΕΚΤ ώστε να παταχθεί ο πληθωρισμός αλλά θα πρέπει να συνοδευθεί από ορθή δημοσιονομική πολιτική στα κράτη – μέλη.
Βασικό χαρακτηριστικό της ορθής δημοσιονομικής πολιτικής είναι τα απαραίτητα μέτρα στήριξης, λόγω της ενεργειακής κρίσης, να είναι στοχευμένα και να αφορούν μόνο τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, ενώ θα πρέπει να έχουν και στόχο τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, σε προσωρινό ορίζοντα ή όσο διαρκεί η κρίση.