Η διαφαινόμενη ύφεση στην ευρωπαϊκή οικονομία ενδέχεται να αναγκάσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε αυτοσυγκράτηση στις αυξήσεις επιτοκίων από το 2023 και μετά, αν και αρκετά μέλη της διοίκησής της σε δηλώσεις τους τονίζουν ότι αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι και τόσο πιθανό.
Πάντως οι αγορές έχουν προεξοφλήσει ότι η ΕΚΤ στην επικείμενη συνεδρίασή της στις 27 Οκτωβρίου θα προχωρήσει σε νέα αύξηση του επιτοκίου κατά 75 μονάδες βάσης, κάτι που έπραξε και τον Σεπτέμβριο.
Σύμφωνα με ανάλυση του πρακτορείου Bloomberg, o πληθωρισμός ρεκόρ και ο κίνδυνος ενεργειακών ελλείψεων τον χειμώνα μειώνουν την εμπιστοσύνη στην οικονομία της ευρωζώνης. Καθώς τα στοιχεία επιδεινώνονται σταδιακά, τα επονομαζόμενα «γεράκι» που κατευθύνουν σήμερα την πολιτική της ΕΚΤ έχουν μόνο περιορισμένη ευκαιρία να πραγματοποιήσουν περισσότερες μεγάλες αυξήσεις.
Ήδη το ΔΝΤ έχει προαναγγείλει ότι θα προχωρήσει σε υποβάθμιση της εκτίμησής τους για την πορεία τόσο της παγκόσμιας όσο και της ευρωπαϊκής οικονομίας, με τα στοιχεία να δίνονται σήμερα στη δημοσιότητα.
Δυσοίωνες οι προοπτικές για την οικονομία της ευρωζώνης
«Η ΕΚΤ πρέπει να δράσει γρήγορα τώρα για να μειώσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό πριν οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις οδηγήσουν σε δευτερογενείς επιπτώσεις», εκτιμά ο Κάρστεν Τζούνιους, επικεφαλής οικονομολόγος της Bank J Safra Sarasin. «Μόλις οι κίνδυνοι ύφεσης γίνουν πραγματικότητα και αρχίσουν να φαίνονται οι πιέσεις στην οικονομία, θα είναι δύσκολο να προωθηθούν μεγαλύτερες αυξήσεις».
Οι τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ δεν περιλαμβάνουν ύφεση στην ευρωζώνη των 19 χωρών, αν και η πρόσφατη αναταραχή στην αγορά ενέργειας πιθανώς καθιστά τις προβλέψεις παρωχημένες, ενώ οι έρευνες των διευθυντών αγορών έχουν επισημάνει συρρίκνωση της παραγωγής από τον Ιούλιο. Οι οικονομολόγοι θεωρούν ολοένα και περισσότερο αναπόφευκτη την ύφεση.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έχει τονίσει, όμως, ότι μια ύφεση δεν θα αποσπάσει την προσοχή από το έργο της επαναφοράς του πληθωρισμού στο στόχο του 2% από 10% τον περασμένο μήνα.
Όπως και να έχει, τα στοιχεία για το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του τρίτου τριμήνου δεν αναμένεται να ανακοινωθούν πριν από τις 31 Οκτωβρίου - τέσσερις ημέρες μετά την απόφαση αυτού του μήνα για τα επιτόκια. Μια πρώτη κλήση για ύφεση μπορεί να γίνει μόνο όταν τα στοιχεία για τους τρεις τελευταίους μήνες του 2022 δημοσιευθούν τον Ιανουάριο.
Μέχρι τότε, οι περισσότεροι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θέλουν να δουν το επιτόκιο καταθέσεων, που σήμερα είναι 0,75%, στο λεγόμενο ουδέτερο επίπεδο που ούτε τονώνει ούτε περιορίζει την οικονομία και θεωρείται ότι βρίσκεται κάπου κοντά στο 2%.
Σταθερά σε υψηλό αρκετών δεκαετιών ο πληθωρισμός
Για να φτάσουν γρήγορα εκεί, ο Μάρτινς Κάζακς της Λετονίας και ο Γκεντιμίνας Σίμκους της Λιθουανίας είναι μεταξύ των αξιωματούχων που τείνουν προς τον διπλασιασμό του επιτοκίου στο 1,5% αυτόν τον μήνα. Ο Όλι Ρεν της Φινλανδίας και ο Γιόακιμ Νέιτζελ της Γερμανίας συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που θέλουν «γενναίες» αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ. Ο επικεφαλής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας Κλάας Νοτ, δήλωσε ότι απαιτούνται τουλάχιστον δύο ακόμη «σημαντικές» αυξήσεις.
Οι αξιωματούχοι διστάζουν να πουν πού θα κορυφωθούν τα επιτόκια, αλλά για τα γεράκια, η ταχύτητα είναι το κλειδί. Ενώ οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την επιδείνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, θα γίνουν λιγότερο «αποδεκτές» όσο αυξάνεται το κόστος ζωής για τους πολίτες.
Την ίδια ώρα ο επικεφαλής οικονομολόγος Φίλιπ Λέιν συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που προτρέπουν σε αυτοσυγκράτηση, λέγοντας ότι είναι πολύ νωρίς για να καθοριστεί η επόμενη κίνηση της ΕΚΤ. Ο επικεφαλής της πορτογαλικής κεντρικής τράπεζας Μάριο Σεντένο προειδοποιεί ότι αν πάμε πολύ μακριά τώρα, υπάρχει κίνδυνος να χρειαστεί να κάνουμε πίσω αργότερα. Ο Ιγνάσιο Βίσκο της Ιταλίας ίσως το έθεσε πιο ξεκάθαρα, αναφερόμενος σε μία σπάνια δημόσια σχόλια σε «ξαφνική επιδείνωση των προοπτικών της οικονομικής ανάπτυξης. Οι υπερβολικά γρήγορες και έντονες αυξήσεις των επιτοκίων θα κατέληγαν να αυξήσουν τον κίνδυνο ύφεσης».