Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, παρά την εντυπωσιακή τους μείωση, παραμένουν το βασικό πρόβλημα για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική 2021 – 2022.
Ως εκ τούτου στην έκθεση σημειώνεται ότι η αντιμετώπιση των εναπομενουσών προκλήσεων που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό σύστημα και αφορούν την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών και την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, θα στηρίξει την ικανότητα των τραπεζών να ανταποκριθούν αποτελεσματικότερα στις ανάγκες χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια ώρα ο ετήσιος ρυθμός επέκτασης των τραπεζικών πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επιβραδύνθηκε και οι καταθέσεις τους υποχώρησαν το πρώτο τετράμηνο του 2022, από τα πολύ υψηλά επίπεδα των προηγούμενων μηνών, χωρίς να επηρεάζεται η υψηλή ρευστότητα της οικονομίας. Η προαναγγελθείσα μεταβολή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ προς πιο περιοριστική κατεύθυνση, με σκοπό την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων, με μια πρώτη αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο, αναμένεται να οδηγήσει σε άνοδο των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων.
Εξετάζοντας την πορεία των τραπεζικών ομίλων κατά το α’ τρίμηνο του έτους, η ΤτΕ τονίζει ότι κατέγραψαν κέρδη ως αποτέλεσμα της εμφάνισης μη επαναλαμβανόμενων εσόδων, της μείωσης των λειτουργικών εξόδων και, κυρίως, της μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 − CET1) όσο και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε ενοποιημένη βάση υποχώρησαν ελαφρά το Μάρτιο του 2022 σε 12,2% και 15% αντίστοιχα (από 12,6% και 15,2% αντίστοιχα το Δεκέμβριο του 2021). Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, ο μεσοσταθμικός δείκτης CET1 διαμορφώθηκε το Δεκέμβριο του 2021 σε 15,7%, ενώ ο δείκτης TCR σε 19,6%.
Στο τέλος του Μαρτίου 2022 η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση βελτιώθηκε, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε 17,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 0,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου 2021 και κατά περίπου 91 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, όταν είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων αποκλιμακώθηκε περαιτέρω το α΄ τρίμηνο του 2022 (Μάρτιος 2022: 12,1%, Δεκέμβριος 2021: 12,8%), αλλά παρέμεινε υψηλός, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, στο τέλος του Δεκεμβρίου 2021 ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο ΕΕ ανήλθε σε 2,0%. Με βάση τις δρομολογηθείσες ενέργειες εξυγίανσης και διαχείρισης των ΜΕΔ, αναμένεται να επιτευχθεί μονοψήφιο ποσοστό για το σύνολο του τραπεζικού τομέα μέχρι το τέλος του 2022.