Πολύ διαφορετικές θα ήταν οι συνθήκες της νομισματικής σύσφιξης για τις ελληνικές τράπεζες, εάν απουσίαζαν οι αβεβαιότητες της τρέχουσας γεωπολιτικής κρίσης σε συνδυασμό με την πρωτοφανή ενεργειακή κρίση.
Αυτό αναφέρουν στο BusinessDaily κορυφαία στελέχη του τραπεζικού κλάδου, που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το περιβάλλον που διαμορφώνεται για την ελληνική επιχειρηματικότητα εν μέσω πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος. Υπό κανονικές συνθήκες, η επιστροφή σε περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων θα ευνοούσε τις τράπεζες και δη τις ελληνικές που διατηρούν στο ενεργητικό τους κυμαινόμενα δάνεια σε ποσοστό 90-95%.
«Η άνοδος επιτοκίων κάνει καλό στις τράπεζες, χωρίς να επιβαρύνει ιδιαίτερα το Δημόσιο, δεδομένης της μακροπρόθεσμης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους», αναφέρει υψηλόβαθμο στέλεχος συστημικής τράπεζας στο BD. Στην εξίσωση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η διατήρηση της εξαίρεσης (waiver) των ελληνικών ομολόγων για φθηνό δανεισμό από την ΕΚΤ. Πράγματι, τον περασμένο Φεβρουάριο -πριν το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία- η JP Morgan προέβλεπε σημαντικά οφέλη για τις ελληνικές τράπεζες από την επερχόμενη άνοδο των επιτοκίων του ευρώ. Σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις, εάν η ΕΚΤ προχωρούσε σε τέσσερις αυξήσεις επιτοκίων έως το τέλος του 2023, αυτό θα ισοδυναμούσε με επιπλέον 10% αύξηση κερδοφορίας για τον ελληνικό κλάδο.
Φυσικά, από τότε πολλά έχουν αλλάξει, με κυριότερη την αναδίπλωση της Φρανκφούρτης, που συγκρατεί σημαντικά τις προσδοκίες για άνοδο των επιτοκίων δεδομένης της γεωπολιτικής κρίσης. Η πρώτη «μικρή αύξηση» αναμένεται προς το τέλος του 2022, όπως προανήγγειλε εχθές Τετάρτη ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, με κύριο κίνητρο της συγκράτηση του πληθωρισμού. «Από τη μία πλευρά, η άνοδος των επιτοκίων ευνοεί τις τράπεζες -τα αρνητικά επιτόκια, εξ άλλου, ήταν μια παρέκκλιση που δύσκολα θεωρούσαμε πιθανό να συμβεί στο παρελθόν, πόσω δε μάλλον ότι θα είχαν τέτοια διάρκεια», δήλωσε κατά τη χθεσινή τοποθέτησή του σε πάνελ εκδήλωσης του LSE ο CEO της Eurobank Φωκίων Καραβίας.
Στο σημείο αυτό, ο κ. Καραβίας προειδοποίησε ότι θα πρέπει οι τράπεζες να παρακολουθούν στενά την ποιότητα του ενεργητικού τους, η οποία απειλείται εκτός από τα επιτόκια, και από τον πληθωρισμό. Το ερώτημα που τίθεται, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι κατά πόσο οι τραπεζικοί ισολογισμοί θα αποδειχθούν ανθεκτικοί, όπως συνέβη με την πανδημία που η αύξηση των «κόκκινων» δανείων ήταν απολύτως περιορισμένη και ελεγχόμενη.
Σε ανάλυσή της, πάντως, η HSBC χρωματίζει θετικά την εκτίμηση για αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης εντός του ερχόμενου 12μήνου, εξηγώντας ότι το 60% των έντοκων στοιχείων ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών χρηματοδοτούνται από καταθέσεις οι οποίες έχουν σχεδόν μηδενικό κόστος για τις ίδιες. Τα ελληνικά δάνεια, αντιθέτως, είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα κυμαινόμενου επιτοκίου, ενώ δεν φαίνεται πως οι τράπεζες θα αναγκαστούν να μετακυλήσουν τα υψηλότερα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις, δεδομένης της υπερβάλλουσας ρευστότητας που επέφερε στα ταμεία τους η διετής πανδημική κρίση (άνω των 40 δισ. ευρώ).
Το κόστος του χρήματος θα ακριβύνει
Αυτό που δεν μπορούμε, πάντως, να παραβλέπουμε είναι το γεγονός ότι αργά ή γρήγορα το κόστος χρήματος θα ακριβύνει και αυτό δεν αφήνει εκτός τις τράπεζες. Για το 2022 έχουν ήδη εξαγγείλει ομολογιακές εκδόσεις 4 δισ. ευρώ και, όσο και αν τις καθυστερήσουν εν αναμονή της ομαλοποίησης της ρωσοουκρανικής κρίσης, είναι βέβαιο ότι θα δανειστούν χρήματα από τις αγορές με σημαντικά υψηλότερα επιτόκια. Τα επιτόκια της αγοράς, μάλιστα, θα είναι ακόμη υψηλότερα από τα επιτόκια του Ευρωσυστήματος.
Στο ερώτημα εάν το κόστος αυτό μπορεί να αντισταθμιστεί από την αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών από την άνοδο των επιτοκίων στα υφιστάμενα αλλά και τα νέα δάνεια που αναμένεται να χορηγήσουν τα επόμενα χρόνια στο πλαίσιο της διαφαινόμενης πιστωτικής επέκτασης, η απάντηση είναι «εξαρτάται». Εξαρτάται από τη διάθεση των επιχειρήσεων για ανάληψη ρίσκου, η οποία έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα από το δίδυμο ακρίβεια/πολέμου. Στο τρέχον περιβάλλον, οι αποφάσεις για τα επενδυτικά πλάνα το επιχειρήσεων θα εξαρτηθούν δευτερευόντως από το κόστος χρηματοδότησης. Πρώτο λόγο στις αποφάσεις τους έχει το κλίμα που διαμορφώνεται τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε ενεργειακό επίπεδο επηρεάζοντας δραματικά τόσο την πλευρά της προσφοράς όσο και της ζήτησης.