Με καλύτερους ρυθμούς από τις αρχικές προβλέψεις συνεχίζουν την κούρσα κερδοφορίας οι ελληνικές τράπεζες το 2024, την ώρα μάλιστα που οι τράπεζες της ευρωζώνης αρχίζουν να εμφανίζουν σημάδια κόπωσης. Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων δεύτερου τριμήνου, οι διοικήσεις των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών δημοσίευσαν αναθεωρήσεις των προβλέψεών τους για τη φετινή κερδοφορία, με αυξήσεις των στόχων για την απόδοση κεφαλαίου έως και κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα.
Η βελτίωση των προβλέψεων έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για την επενδυτική αξιολόγηση των τραπεζικών μετοχών, ειδικά αυτή την περίοδο, όπου οι αγορές παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών των ευρωπαϊκών τραπεζών, για να διαπιστώσουν σε ποιο βαθμό επηρεάζονται από τη μείωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων που άρχισε τον Ιούνιο.
Χάρη στην αύξηση των επιτοκίων σε επίπεδα ρεκόρ από συστάσεως της ευρωζώνης, οι τράπεζες της ευρωζώνης παρουσίασαν το 2023 την καλύτερη, εδώ και πολλά χρόνια, μέση απόδοση κεφαλαίου, που ξεπέρασε το 10%. Στην Ελλάδα, η μέση απόδοση ήταν αρκετά υψηλότερη, στο 12,9%, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2024 αυξήθηκε στο 13,92% και οι ελληνικές τράπεζες κατατάσσονται στην όγδοη υψηλότερη θέση στην ευρωζώνη.
Η απόδοση κεφαλαίου των τραπεζών της ευρωζώνης, α' τρίμηνο 2024 (πηγή: ΕΚΤ)
Τώρα, οι αναλυτές παρακολουθούν προσεκτικά για να διαπιστώσουν ποιες τράπεζες και σε ποιο βαθμό θα αρχίσουν να εμφανίζουν «ρωγμές» στα οικονομικά αποτελέσματα και στις εκτιμήσεις τους για τα μελλοντικά μεγέθη, κυρίως υπό την επίδραση των πιέσεων στα έσοδα από τόκους.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της γαλλικής Societe Generale, που ανακοίνωσε την Πέμπτη πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα για το β’ τρίμηνο. Όμως, προειδοποίησε για μειωμένα έσοδα από τόκους περισσότερο από τις αρχικές προβλέψεις το β’ εξάμηνο και η μετοχή της είχε απώλειες που ξεπέρασαν το 14% στις συνεδριάσεις της Πέμπτης και Παρασκευής.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι αναθεωρημένες προς το καλύτερο προβλέψεις από τις ελληνικές τράπεζες κινούνται αντίθετα στη γενική τάση του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου, κάτι που ίσως εξηγεί και την πολύ καλύτερη χρηματιστηριακή συμπεριφορά τους. Ενώ ο δείκτης Stoxx 600 Banks των ευρωπαϊκών τραπεζών βλέπει τα κέρδη του από την αρχή της χρονιάς να περιορίζονται περίπου στο 10%, ο ελληνικός τραπεζικός δείκτης κρατάει κέρδη της τάξεως του 18%. Την προηγούμενη εβδομάδα, οι απώλειες του ελληνικού δείκτη ήταν περίπου 3%, ενώ ο Stoxx Banks έχασε σχεδόν 8%.
Υψηλότερα η απόδοση κεφαλαίου
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της περασμένης εβδομάδας από τις τράπεζες, ο σημαντικότερος δείκτης αποδοτικότητας, η απόδοση κεφαλαίου, προβλέπεται ότι θα εξελιχθεί φέτος καλύτερα από τις προηγούμενες εκτιμήσεις. Τη μεγαλύτερη αύξηση προβλέπει η Eurobank, από το 15% στο 16,5%, ενώ από το 15% στο 16% αύξησαν τις εκτιμήσεις τους οι διοικήσεις της Εθνικής και της Πειραιώς και από το 13% στο 13,5% η διοίκηση της Alpha Bank. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση της Πειραιώς πρόκειται για τη δεύτερη αναθεώρηση σε διάστημα λίγων μηνών, καθώς η αρχική πρόβλεψη ήταν για 14%.
Απόδοση κεφαλαίου, προβλέψεις για το 2024
Τράπεζα | Νέα πρόβλεψη | Προηγούμενη πρόβλεψη |
Eurobank | 16,50% | 15% |
Εθνική | >16% | 15% |
Πειραιώς | >16% | 15% |
Alpha | >13,5% | 13% |
Αυτές οι βελτιωμένες προβλέψεις αποδίδονται πρωτίστως στο γεγονός ότι οι τράπεζες είχαν καταρτίσει συντηρητικά επιχειρησιακά σχέδια, με βάση προβλέψεις για μεγαλύτερη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ από αυτή που φαίνεται ότι θα πραγματοποιηθεί. Το περιθώριο επιτοκίου, που αποτελεί την κύρια «μηχανή» παραγωγής κερδών για τις τράπεζες, διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Στα νέα δάνεια και καταθέσεις, τον Ιούνιο αυξήθηκε από 4,98% σε 5,21% και στο σύνολο των δανείων μειώθηκε ελαφρώς, από 5,69% σε 5,61%.
Σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις, η στροφή σε πιο ακριβές, για τις τράπεζες, καταθέσεις προθεσμίας ουσιαστικά σταμάτησε στα τέλη του α’ εξαμήνου, πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο, και το μείγμα των καταθέσεων παρέμεινε πολύ ευνοϊκό για τις τράπεζες, με μικρότερη από το αναμενόμενο συμμετοχή των προθεσμιακών. Το μέσο επιτόκιο καταθέσεων είναι μόλις 0,54% (στοιχεία Ιουνίου), ένα από τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη.
Στα δάνεια, τα επιτόκια παραμένουν υψηλά, με το μέσο επιτόκιο όλων των δανείων στο 5,78%, ενώ οι εκταμιεύσεις δανείων, κυρίως προς τον επιχειρηματικό τομέα είναι αυξημένες, με τις διοικήσεις να προβλέπουν επιτάχυνση το β’ εξάμηνο και να τονίζουν την ώθηση που δίνεται από τα φθηνά δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλα χρηματοπιστωτικά εργαλεία της ΕΕ και της κυβέρνησης (γράφημα).
Επιχειρηματικά δάνεια: Επιτόκια και νέες εκταμιεύσεις
Τρεις σημαντικοί επιπλέον παράγοντες στηρίζουν την τραπεζική κερδοφορία:
- α. Τα έσοδα από προμήθειες αυξάνονται με πολύ ικανοποιητικούς ρυθμούς, καθώς λαμβάνουν ώθηση και από τις προμήθειες του asset management.
- β. Οι τράπεζες έχουν διατηρήσει πολύ χαμηλά το λειτουργικό κόστος σε σχέση με τα έσοδα -η διοίκηση της Πειραιώς ανακοίνωσε μάλιστα ότι μείωσε τον σχετικό δείκτη κάτω και από το 30%.
- γ. Η αρκετά ισχυρή ανάπτυξη εμποδίζει την αύξηση των «κόκκινων» δανείων και το κόστος ρίσκου (προβλέψεις για επισφάλειες ως ποσοστό του χαρτοφυλακίου δανείων) είναι χαμηλότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις.
Η ΕΚΤ και τα επιτόκια
Το δυσμενές σενάριο για τον κλάδο συνδέεται με τις μακροοικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Υπάρχουν ενδείξεις επιβράδυνσης των οικονομιών που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη οι κεντρικές τράπεζες και είναι πιθανόν να οδηγηθούν σε περισσότερες και πιο γρήγορες μειώσεις επιτοκίων, σε σχέση με το βασικό σενάριο των αγορών για δύο ακόμη μειώσεις ως το τέλος του χρόνου, που θα φέρουν το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 3,25%.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε πρόσφατες δηλώσεις του εξέφρασε την ανησυχία του για τα στοιχεία που δείχνουν οικονομική επιβράδυνση στην ευρωζώνη, σημειώνοντας μάλιστα ότι: «Οι νέες ενδείξεις ασθενούς οικονομικής δραστηριότητας και το υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν τον πληθωρισμό σε επίπεδο χαμηλότερο από το αναμενόμενο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί ο πληθωρισμός κάτω από το στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα».
Αν η ΕΚΤ κινηθεί πιο επιθετικά από τον Σεπτέμβριο στη χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής για να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση, οι υπολογισμοί και για τα τραπεζικά επιτόκια και την κερδοφορία των τραπεζών ενδέχεται να διαφοροποιηθούν. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, πάντως, εκτιμάται ότι η επίδραση στην πραγματοποίηση των στόχων που έχουν ανακοινώσει οι τράπεζες θα είναι οριακή και δεν θα διαφοροποιηθεί ουσιαστικά η εικόνα της κερδοφορίας στο τέλος της χρονιάς.