Θετική αλλά και με τους γνωστούς αστερίσκους, με βασικότερους εξ αυτών την αργή αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων αλλά και τις προκλήσεις που δημιουργεί στην οικονομία η εξέλιξη πανδημίας, εμβολιασμών και η εξάρτησή της από τον τουρισμό, είναι η 11η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας για τη χώρα μας, την οποία δημοσιοποίησε η Κομισιόν.
Σε γενικές γραμμές η τρέχουσα έκθεση δεν διαφέρει σημαντικά από την αμέσως προηγούμενη με τους απεσταλμένους της Κομισιόν να τονίζουν:
- Παρά τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η πανδημία, συνεχίζεται με ικανοποιητικό ρυθμό το μεταρρυθμιστικό έργο της κυβέρνησης και μάλιστα σε ένα ευρύ πεδίο τομέων, με κυριότερους εξ αυτών την προώθηση αποκρατικοποιήσεων, όπου γίνεται και ειδική αναφορά στο «Ελληνικό» και άλλες μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις που έχουν τρέξει το τελευταίο διάστημα,
- Επιταχύνθηκε η ψηφιοποίηση του φορολογικού μηχανισμού,
- Βελτιώθηκαν οι συνθήκες για το clawback στον τομέα της Υγείας,
- Υπήρξε περαιτέρω πρόοδος στη δημιουργία ενός κατάλληλου περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων και αντίστοιχων νέων νόμων, για την ενίσχυση του επιχειρείν και των επενδύσεων,
- Ειδική μνεία γίνεται στην ταχύτητα ψηφιοποίηση μεγάλου μέρους των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών.
Το βασικό μειονέκτημα παραμένει η αργή αποπληρωμή των υποχρεώσεων του δημοσίου, με την Κομισιόν να τονίζει ότι αυτές είχαν αγγίξει τα 900 εκατ. ευρώ στα τέλη Ιουλίου, δηλαδή αρκετά υψηλότερα από τον στόχο για μείωσή τους στα 500 εκατ. ευρώ. Μάλιστα υπογραμμίζεται ότι «η καθυστέρηση καθιστά δύσκολο τον στόχο για πλήρη αποπληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου, εξαιρουμένων αυτών που αφορούν συντάξεις, έως τα τέλη Σεπτεμβρίου».
Αρκετές επιφυλάξεις υπάρχουν και για την ταχύτητα της Δικαιοσύνης, αν και τονίζεται ότι έχει βελτιωθεί σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά θα πρέπει να γίνουν πρόσθετα βήματα προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί.
Οικονομία, Ταμείο Ανάκαμψης και τράπεζες
Ως ένα από τα πλέον ισχυρά προγράμματα που κατατέθηκαν χαρακτηρίζεται το «Ελλάδα 2.0», με την Κομισιόν να επαναλαμβάνει ότι η ορθή, βάσει του συγκεκριμένου προγράμματος, χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάπτυξης θα συμβάλει στα μέγιστα στην καλή πορεία αλλά και τη μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας. Όπως, υπογραμμίζεται, τα κεφάλαια που θα διοχετευθούν στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να συνεισφέρουν στο ΑΕΠ από 2,1% έως και 3,3% μέχρι και το 2026.
Στην έκθεση δεν υπάρχουν κάποιες αλλαγές των εκτιμήσεων για τον ρυθμό ανάπτυξης, με τους συγγραφείς της να υπογραμμίζουν ότι η αβεβαιότητα αναφορικά με τις προοπτικές παραμένει υψηλή. «Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την τουριστική βιομηχανία, η πρόοδός της θα εξαρτηθεί από τη μάχη κατά της πανδημίας, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο», σημειώνεται. Υπενθυμίζεται ότι στην ενδιάμεση έκθεσή της για την οικονομία της ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε εκτιμήσει ότι η ανάπτυξη για φέτος θα φθάσει στο 4,3% και θα ενισχυθεί στο 6% για το 2022.
Αναφορικά με την πορεία της οικονομίας το 2021 τονίζεται ότι θα στηριχθεί από την εγχώρια αγορα, λόγω τόσο των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, όσο και των μέτρων στήριξης που έχει ανακοινώσει η ελληνική κυβέρνηση, με τις εξαγωγές να συνεχίζουν τη θετική τους πορεία, καθώς έχουν δείξει και αξιοθαύμαστη αντοχή κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ένα ακόμη ερωτηματικό αφορά το τι θα συμβεί στην οικονομική δραστηριότητα μετά την απόσυρση των μέτρων στήριξης, η οποία πρέπει να γίνει, όμως, σταδιακά, ώστε να συμβεί την κατάλληλη χρονική στιγμή, έναν προβληματισμό που αντιμετωπίζουν όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και όχι μόνο η ελληνική.
Η εξέλιξη της πανδημίας αλλά και οι εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις αποτελούν τα σημεία – κλειδιά για τη δημοσιονομική εικόνα της χώρας, με θετικό το γεγονός ότι το «μαξιλάρι» των αποθεματικών παραμένει υψηλό, ενώ οι «έξοδοι» της χώρας στις αγορές έχουν γίνει με ευνοϊκές συνθήκες.
Εκτενής αναφορά υπάρχει, όπως είναι φυσικό, για τον τραπεζικό κλάδο με την Κομισιόν να προσφέρει τα εύσημα για τη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ταμείων (NPLs) των ελληνικών τραπεζών, τονίζοντας ότι η διαδικασία αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί προκειμένου να υποχωρήσουν στο επίπεδο του μέσου όρου της ευρωζώνης αλλά και να «απελευθερώσουν» τα τραπεζικά ιδρύματα από χαμηλής ποιότητας ενεργητικό.