Την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συνεχίσει την παρουσία της στην ελληνική αγορά ομολόγων, μέσω του έκτακτου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ΡΕΡΡ, έως και το τέλος του 2023 τόνισε ο Φίλιπ Λέιν, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Reuters.
Ερωτώμενος εάν η ΕΚΤ θα συνεχίσει την αγορά ελληνικών ομολόγων μέσω του ΡΕΡΡ ακόμη και εάν αυτά δεν καλύπτουν τα κριτήρια για να ενταχθούν στο «κλασσικό» πρόγραμμα ποσοτικξής χαλάρωσης ΑΡΡ, ο κ. Λέιν τόνισε ότι «όταν υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, αυτό ωφελεί την αγορά ομολόγων γενικά, όχι μόνο τα ομόλογα που αγοράζουμε. Ο αντίκτυπος των πολιτικών μας είναι πολύ ευρύτερος από τους μεμονωμένους τίτλους που αγοράζουμε. Ήταν πολύ σημαντικό να συμπεριληφθεί η Ελλάδα στο έκτακτο πρόγραμμα προκειμένου να αποτραπεί κάποια κρίση. Μέσω του ΡΕΡΡ θα επανεπενδύονται όλες μας οι αγορές, ως εκ τούτου θα υπάρχει αρκετή παρουσία της ΕΚΤ στην ελληνική αγορά ομολόγων μέσω του προγράμματος πανδημίας (ΡΕΡΡ), ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί με το τακτικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ΑΡΡ (Asset Purchase Program)» .
Υπενθυμίζεται ότι τα ελληνικά ομόλογα συμμετέχουν στο πρόγραμμα ΡΕΡΡ όχι όμως στο πρόγραμμα ΑΡΡ, καθώς η Ελλάδα δεν διαθέτει την απαιτούμενη, πιστοληπτική ικανότητα. Ο ίδιος απέφυγε να απαντήσει για το κατά πόσο η ΕΚΤ σχεδιάζει να προχωρήσει στην αύξηση του προγράμματος ΑΡΡ μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος πανδημίας τον Μάρτιο του 2022.
Αναφερόμενος στην επέλαση της μετάλλαξης «Δέλτα» και τις επιπτώσεις της στην οικονομία ο κ. Λέιν υποστήριξε ότι «είναι σαφώς αρνητικό για την ανάκαμψη στα διεθνή ταξίδια και τον τουρισμό, όμως το γεγονός ότι δεν απαιτεί πιο εκτεταμένα μέτρα και ότι τα τοπικά μέτρα ήταν αρκετά αποτελεσματικά δείχνει ότι, όσον αφορά τη συνολική οικονομία, ο αντίκτυπος είναι αρκετά περιορισμένος μέχρι στιγμής.
Λόγω των υψηλών ποσοστών εμβολιασμού και των προηγούμενων μέτρων αποκλεισμού, η Ευρώπη ενδέχεται να μην είναι μεταξύ των περιοχών που έχουν πληγεί περισσότερο από αυτή τη μετάλαξη. Η Ευρώπη αποτελεί πλέον την εξαίρεση, δεδομένης της κλίμακας των εμβολιασμών και της επίλυσης των προβλημάτων εφοδιασμού εμβολίων. Για μένα, η προσοχή μπορεί να στρέφεται προς το πώς ο κόσμος θα επηρεαστεί από τα επόμενα κύματα της πανδημίας, ακόμα κι αν η ίδια η Ευρώπη πρόκειται να το διαχειριστεί αρκετά καλά, ελπίζω. Ο εμβολιασμός εξακολουθεί να είναι ελλιπής, αλλά η υποδομή είναι εκεί, το σύστημα υπάρχει και αυτό έχει εξαλείψει την αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητα της Ευρώπης να πραγματοποιεί εμβολιασμούς».