Δίχασαν το συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οι σημερινές αποφάσεις για τα επιτόκια και δεν εγκρίθηκε από όλους τους κεντρικούς τραπεζίτες το ανακοινωθέν για τη μελλοντική καθοδήγηση (forward guidance), όπως επιβεβαίωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, κατά τη συνέντευξη Τύπου για την εξήγηση των αποφάσεων.
Η επιβεβαίωση των πληροφοριών για διαφωνίες, που ανέφεραν τις τελευταίες ημέρες ότι η ομάδα των «σκληρών» τραπεζιτών με επικεφαλής τον διοικητή της Bundesbank, Γιενς Βάιντμαν, εξέφραζε ενστάσεις για τη διατήρηση μηδενικών/αρνητικών επιτοκίων για μεγάλη περίοδο, μέχρι να εκπληρωθεί ο στόχος για πληθωρισμό 2%, προκάλεσαν αντίδραση της αγοράς συναλλάγματος.
Έτσι, ενώ το ευρώ υποχωρούσε έναντι του δολαρίου κατά 0,15% μετά τη δημοσιοποίηση της ανακοίνωσης του διοικητικού συμβούλιο, για να πέσει ως τα 1,7774 δολ., μετά τη δήλωση της Λαγκάρντ πήρε την ανιούσα και βρέθηκε μετά τις 16.00 να ενισχύεται περίπου κατά 0,30%, στα 1,1825 δολ.
Πάντως, κοντά στο χαμηλό ημέρας του 0,663% παραμένει η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου, σε μια ένδειξη ότι η αγορά δεν θεωρεί πως οι διαφωνίες στο εσωτερικό της ΕΚΤ θα επηρεάσουν αρνητικά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, το οποίο κρατά χαμηλά τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων της περιφέρειας της ευρωζώνης.
Ερωτηθείσα σχετικά από δημοσιογράφο, η Κριστίν Λαγκάρντ επιβεβαίωσε ότι, ενώ αποφασίσθηκε ομόφωνα να προχωρήσει η ΕΚΤ στην αλλαγή της καθοδήγησης για τη μελλοντική πολιτική της στα επιτόκια, δεν υπήρξε ομοφωνία στις αποφάσεις που ανακοινώθηκαν και οι οποίες μεταθέτουν πολύ αργότερα την αύξηση των επιτοκίων από τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα όπου βρίσκονται τώρα.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ τόνισε ότι η ίδια ανέμενε αυτή την εξέλιξη, ενώ απέφυγε να απαντήσει σε άλλη ερώτηση, σχετικά με το ποιες ήταν οι απόψεις των τραπεζιτών που διαφώνησαν, λέγοντας ότι μπορούν να τις εξηγήσουν οι ίδιοι. Υπερασπίσθηκε, πάντως, σθεναρά την πολιτική της ΕΚΤ, ιδιαίτερα στο θέμα των αγορών κρατικών ομολόγων, όταν Γερμανός δημοσιογράφος παρατήρησε ότι για το 2020 και το 2021 η ΕΚΤ θα καλύψει όλα τα ελλείμματα των κυβερνήσεων με τις αγορές τίτλων που κάνει. Όπως είπε, πρέπει να αναλογισθούν όλοι τι θα είχε συμβεί στην ευρωπαϊκή οικονομία εάν η ΕΚΤ δεν είχε εφαρμόσει την πολιτική που ακολούθησε.
Η κα Λαγκάρντ προσπάθησε να κρατήσει ανοικτές γέφυρες με την πλευρά της γερμανικής κεντρικής τράπεζας και των συμμάχων της, λέγοντας ότι η πολιτική της ΕΚΤ δεν συνίσταται στο να διατηρηθούν χαμηλά για πολύ καιρό τα επιτόκια, αλλά τα μέτρα που εφαρμόζονται έχουν μοναδικό στόχο να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στον στόχο του 2% και, όσο πιο γρήγορα επιτευχθεί ο στόχος, τόσο ταχύτερα θα εξέλθει η ΕΚΤ από την πολιτική των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων.
Οι αποφάσεις της ΕΚΤ
Αποφασισμένη να διατηρήσει τη στήριξη της οικονομίας της ευρωζώνης με μηδενικά/αρνητικά επιτόκια και μεγάλου ύψους αγορές ομολόγων εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως έγραψε νωρίτερα το Business Daily. Η ανακοίνωση που εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο σηματοδοτεί την περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, στο πνεύμα της πρόσφατης στρατηγικής αναθεώρησης.
Μετά την πρόσφατη αύξηση του στόχου για τον πληθωρισμό στο 2% με συμμετρική ανοχή σε αποκλίσεις υψηλότερα ή χαμηλότερα, η ΕΚΤ παρείχε σήμερα καθοδήγηση στις αγορές σχετικά με τον τρόπο που θα επιδιώξει να επιτύχει την αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος για χρόνια παραμένει χαμηλότερος από τον στόχο.
Όπως ανακοίνωσε το συμβούλιο, «για την επίτευξη του συμμετρικού του στόχου για πληθωρισμό 2% και σύμφωνα με τη στρατηγική νομισματικής πολιτικής του, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά ή χαμηλότερα επίπεδα έως ότου δει τον πληθωρισμό να φθάνει το 2% και κρίνει ότι η πρόοδος στον πυρήνα του πληθωρισμού έχει προχωρήσει αρκετά, ώστε να είναι συμβατός με τον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Αυτό μπορεί επίσης να συνεπάγεται μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία ο πληθωρισμός είναι μετρίως πάνω από τον στόχο».
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, αυτή η καθοδήγηση από την ΕΚΤ ουσιαστικά αποκλείει για μεγάλη χρονική περίοδο μια αύξηση επιτοκίων, αφού η κεντρική τράπεζα θα περιμένει, πριν αναπροσαρμόσει την πολιτική της, όχι μόνο να φθάσει ο πληθωρισμός στον στόχο του 2%, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί συγκυριακά λόγω ανατιμήσεων στα καύσιμα ή άλλα αγαθά με ευμετάβλητες τιμές, αλλά και να ανεβεί ο πυρήνας του πληθωρισμού σε επίπεδα που θα είναι συμβατά με τη μεσοπρόθεσμη διατήρηση του πληθωρισμού στο 2%. Επιπλέον, η ΕΚΤ δίνει ένα σαφές σήμα ότι θα ανεχθεί και μια μέτρια άνοδο του πληθωρισμού πάνω από τον στόχο του 2%.
Για το μόνιμο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (APP) η ΕΚΤ δεσμεύεται ότι οι αγορές θα συνεχισθούν με τον ίδιο μηνιαίο ρυθμό των 20 δισ. ευρώ. Ο χρόνος τερματισμού του προγράμματος, όπως ανακοίνωσε το συμβούλιο, θα είναι «λίγο πριν αρχίσει η ΕΚΤ να αυξάνει τα επιτόκια». Δεδομένου ότι η αύξηση των επιτοκίων, όπως προαναφέρθηκε, μετατίθεται στο μακρινό μέλλον, αυτό σημαίνει ότι το APP θα συνεχισθεί για αρκετά μεγάλη περίοδο.
Για το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την πανδημία (PEPP) οι διατυπώσεις του συμβουλίου εξυπηρετούν ιδιαιτέρως την Ελλάδα, που για πρώτη φορά, μέσω της ένταξης στο PEPP, επωφελήθηκε από ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (στο APP η χώρα μας δεν δικαιούται να συμμετέχει λόγω χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης).
Ειδικότερα, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι οι αγορές ομολόγων μέσω του PEPP, το οποίο έχει «πυρομαχικά» 1,85 τρισ. ευρώ, θα συνεχισθούν τουλάχιστον έως τον Μάρτιο του 2022 (εδώ η λέξη κλειδί είναι το «τουλάχιστον») και, «σε κάθε περίπτωση μέχρι το Συμβούλιο να κρίνει ότι η κρίση της πανδημίας έχει τελειώσει». Αυτές οι διατυπώσεις, όπως εκτιμούν οι αναλυτές, αφήνουν πολλά περιθώρια για να συνεχισθούν οι αγορές ομολόγων και μετά τον Μάρτιο του 2022.
Για το τρέχον τρίμηνο, οι αγορές ομολόγων θα συνεχισθούν με αυξημένο ρυθμό (80 δισ. ευρώ το μήνα), δηλαδή αποκλείεται το ενδεχόμενο να επαναληφθεί η μείωση του ρυθμού αγορών, που είχε παρατηρηθεί το πρώτο τρίμηνο του έτους. Το Συμβούλιο αφήνει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα για το σύνολο των αγορών ομολόγων που θα γίνουν, σημειώνοντας ότι δεν είναι ανάγκη να εξαντληθούν τα 1,85 τρισ., αλλά και ότι μπορεί να επαναπροσδιορισθεί το ύψος των αγορών, αν αυτό κριθεί απαραίτητο για να επιτευχθούν οι στόχοι της νομισματικής πολιτικής.