Τη σοβαρότερη επιδείνωση ανάμεσα σε 21 ευρωπαϊκές χώρες είχε το 2020, λόγω της πανδημίας, η οικονομική κατάσταση των ελληνικών επιχειρήσεων, όπως επισημαίνει σε νέα μελέτη του το ευρωπαϊκό τμήμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κεντρικό συμπέρασμα της οποίας είναι ότι σε αυτή την κρίση οι παρεμβάσεις κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών προστάτευσαν με μεγάλη αποτελεσματικότητα την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, ο δείκτης μόχλευσης των επιχειρήσεων, που αποτυπώνει τη σχέση ανάμεσα στον δανεισμό και στα ίδια κεφάλαια, αυξήθηκε το 2020 περίπου κατά 10%, αύξηση που ήταν η μεγαλύτερη ανάμεσα στις 21 χώρες που εξετάσθηκαν στη μελέτη. Συνολικά, σε εννέα χώρες καταγράφεται αύξηση της μόχλευσης, ενώ στις υπόλοιπες μειώθηκε. Πάντως, η κατάσταση για τις ελληνικές επιχειρήσεις δεν ήταν τόσο δύσκολη, όσο στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Τότε, οι ελληνικές επιχειρήσεις ήταν και πάλι στην κορυφή της αύξησης μόχλευσης, αλλά με ποσοστό 70%, όταν στις άλλες χώρες δεν ξεπερνούσε το 25%.
Η μόχλευση των επιχειρήσεων το 2020 και στη μεγάλη οικονομική κρίση
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat και της ΕΚΤ που έχει επεξεργασθεί το Ταμείο, ο δείκτης μόχλευσης (χρέος/ίδια κεφάλαια) ήταν στην Ελλάδα στο 70% στο τέλος του 2019, ποσοστό που ήταν ήδη από τα υψηλότερα ανάμεσα στις 21 χώρες. Στο τέλος του 2020, λόγω της αύξησης του δανεισμού, που ήταν απαραίτητη για να αντιπαρέλθουν οι επιχειρήσεις τη δυσμενή οικονομική συγκυρία, ο δείκτης αυξήθηκε στο 81% και ήταν ο δεύτερος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες του δείγματος. Το χρέος του επιχειρηματικού τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ήταν, πάντως, πολύ υψηλό, σε σύγκριση με άλλες χώρες, αφού διαμορφώθηκε στο τέλος του 2020 στο 66%, έναντι 55% στο τέλος του 2019. Σε έξι χώρες, το χρέος των επιχειρήσεων ξεπερνούσε το ΑΕΠ τους. Τα κεφάλαια των ελληνικών εταιρειών, αν και σε απόλυτο ποσό μειώθηκαν, ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν αυξημένα, από 78% σε 82%.
Η μόχλευση του επιχειρηματικού τομέα (Δανεισμός/Ίδια κεφάλαια)
Το Ταμείο στην έκθεσή του τονίζει ότι οι ανθρώπινες απώλειες στην Ευρώπη ήταν μεγάλες από την πανδημία και την κατάσταση επιδείνωσε η βαθύτερη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας στη σύγχρονη ιστορία. Ωστόσο, αυτή η τεράστια μείωση της παραγωγής προκάλεσε απρόσμενη μικρή ζημία στους συνολικούς ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, καθώς τα μέτρα στήριξης μετέφεραν τις απώλειες εισοδήματος του ιδιωτικού τομέα στον ισολογισμό του δημόσιου τομέα.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις και νοικοκυριά εισήλθαν στην κρίση με ισχυρές βάσεις μετά από μια διαδικασία απομόχλευσης στη διάρκεια της προηγούμενης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η ανάκαμψη των τιμών των μετοχών μετά το πρώτο τρίμηνο του 2020 είχε ως αποτέλεσμα οι αρνητικές επιπτώσεις από τις αποτιμήσεις στον ιδιωτικό τομέα να είναι βραχύβιες. Αυτό ήλθε σε έντονη αντίθεση με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όταν η μόχλευση των επιχειρήσεων και χρηματοοικονομικός πλούτος των νοικοκυριών επηρεάσθηκαν αρνητικά από την κατάρρευση των αποτιμήσεων των μετοχών.
Το άνευ προηγουμένου επίπεδο στήριξης από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες το 2020 συνέβαλε σημαντικά στην ανθεκτικότητα των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα. Τελικά, η στήριξη που χορηγήθηκε σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά συνέβαλε στη διατήρηση της οικονομικής θέσης τους και στην αύξηση της ρευστότητάς τους, σε ορισμένες περιπτώσεις πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, χωρίς να συσσωρεύονται υπερβολικά μεγάλα ποσά χρέους. Η πρόληψη της σημαντικής επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδιωτικού τομέα συνέβαλε, με τη σειρά του, στην αποφυγή σημαντικής επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών στην Ευρώπη μέχρι στιγμής.
Οι ζημιές του ιδιωτικού τομέα από το σοκ του COVID-19 μεταφέρθηκαν σε μεγάλο βαθμό στον δημόσιο τομέα. Οι κυβερνήσεις αύξησαν τον δανεισμό τους για να χρηματοδοτήσουν μια σειρά προγραμμάτων στήριξης. Στην πραγματικότητα, ορισμένες από τις πιο σημαντικές ουλές της πανδημίας έχουν τη μορφή αυξημένων δεικτών δημόσιου χρέους. Παράλληλα, οι κεντρικές τράπεζες επέκτειναν τους ισολογισμούς τους, απορροφώντας τελικά μεγάλο μέρος αυτού του νέου δημόσιου χρέους και υποστηρίζοντας τη συνεχή παροχή τραπεζικών πιστώσεων.
Το Ταμείο αναγνωρίζει ότι θα είναι μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας για τις κυβερνήσεις η σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης και συνιστά να γίνει με μεγάλη προσοχή, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να μετατραπεί η κρίση της πανδημίας σε μια νέα ύφεση, ως αποτέλεσμα μιας απότομης επιδείνωσης της θέσης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών (balance sheet crisis).