Το πρώτο βήμα για τη γενικευμένη παροχή διευκολύνσεων σε δανειολήπτες με δάνεια που βγαίνουν από το καθεστώς αναστολής έκανε χθες η Τράπεζα Πειραιώς και αναμένεται να ακολουθήσουν στην ίδια κατεύθυνση οι άλλες συστημικές τράπεζες, καθώς γίνεται πλέον σαφές ότι η δυσμενέστερη από το αναμενόμενο εξέλιξη της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων επιβάλλουν να υποστηριχθούν οι δανειολήπτες από τις τράπεζες, ώστε να αποφευχθεί ένα μεγάλο κύμα νέων «κόκκινων» δανείων.
Η Τράπεζα Πειραιώς παρουσίασε χθες ένα νέο πρόγραμμα για όσους έχουν δάνεια που μπήκαν σε αναστολή πληρωμών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, που επιτρέπει σε αυτούς τους δανειολήπτες να πληρώνουν αρχικά μισή δόση ως το τέλος του τρέχοντος έτους. Στη συνέχεια, για το πρώτο εξάμηνο του 2022, θα μπορούν να πληρώνουν το 75% της δόσης. Δηλαδή, η επάνοδος στην κανονική εξυπηρέτηση του δανείου θα γίνεται σε ορίζοντα 18 μηνών, με αντίστοιχη επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου.
Μάλιστα, η Τρ. Πειραιώς προχώρησε σε μια κίνηση διευκόλυνσης των πελατών για να ενταχθούν στο πρόγραμμα, δεδομένων των δυσχερειών που δημιουργούν τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία, δίνοντας τη δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να ενταχθούν στο πρόγραμμα μείωσης της δόσης χωρίς επίσκεψη σε κατάστημα και μόνο με τηλεφωνική επικοινωνία, ενώ τα συμβατικά έντυπα θα υπογράφονται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ηλεκτρονικής υπογραφής.
Η ιδέα για την καθιέρωση διευκολύνσεων σε όσους έχουν πάρει αναστολή πληρωμής δανείων δεν είναι νέα. Την είχε διατυπώσει πρώτος, στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς, από το βήμα του Συνεδρίου του Economist. Όπως είχε τονίσει ο κ. Μυλωνάς:
- «Η αναστολή πληρωμής δόσεων και τόκων προσφέρθηκε μέχρι το τέλος του 2020 σε νοικοκυριά και εταιρείες που επλήγησαν από τον Covid-19. Αυτά αντιστοιχούν σε περίπου 20 δισ. ευρώ. Υπάρχει η ανησυχία ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύμα Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων το 2021. Το τέλος της αναστολής πληρωμών μπορεί να οδηγήσει τον δανειολήπτη σε αδιέξοδο, όταν ξαφνικά η δόση του δανείου του επανέλθει από μηδέν στο πλήρες ποσό της -κάτι που για κάποιους δανειολήπτες μπορεί να αποδειχθεί δυσβάστακτο.
- Αναμφίβολα, θεωρώ ότι ένα σημαντικό μερίδιο από τα 20 δισ. ευρώ θα καταφέρουν να επανέλθουν. Παρ' όλα αυτά, οι τράπεζες εξετάζουν το ενδεχόμενο σταδιακής επιστροφής στα κανονικά ποσά των δόσεων, σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν αυτούς που χρειάζονται χρόνο για να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις προ πανδημίας -για παράδειγμα ζητώντας από τους δανειολήπτες το 50% της δόσης για το έτος 2021»,
Το ερώτημα ως τώρα, όμως, ήταν αν οι τράπεζες θα καθιέρωναν ένα γενικό πρόγραμμα που θα απευθυνόταν σε όλους τους δανειολήπτες με δάνεια σε αναστολή, ή αν θα επέλεγαν να προχωρήσουν σε κατά περίπτωση ρυθμίσεις, ανάλογα με την ιδιαίτερη κατάσταση κάθε δανειολήπτη, Η Τράπεζα Πειραιώς, μεγαλύτερη σε ενεργητικό τράπεζα της χώρας, επέλεξε την πρώτη λύση και όλα δείχνουν ότι το ίδιο θα αποφασίσουν και οι άλλες τράπεζες, καθώς είναι κοινή εκτίμηση ότι είναι μεγάλος ο αριθμός των δανειοληπτών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, που θα έχουν πρόβλημα να επανέλθουν σε κανονική εξυπηρέτηση των δανείων τους.
Τούτο διότι το δεύτερο lockdown έχει διάρκεια που ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη, ενώ η ύφεση του δ' τριμήνου 2020 και του πρώτου τριμήνου 2021 είναι αρκετά μεγαλύτερη από τις αρχικές εκτιμήσεις (θα φθάσει σχεδόν το 14% και θα ξεπεράσει το 10%, αντίστοιχα, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ), κάτι που σημαίνει ότι μεγάλος αριθμός δανειοληπτών θα βρεθούν σε πολύ δυσχερή θέση, δημιουργώντας μια κατάσταση που δεν προσφέρεται για κατά περίπτωση αντιμετώπιση των προβληματών των δανειοληπτών.
Η απειλή νέων «κόκκινων» δανείων
Όπως έδειξαν τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA), οι ελληνικές τράπεζες διατρέχουν αρκετά σοβαρό κίνδυνο να επιβαρυνθούν με νέα «κόκκινα» δάνεια μεγάλου ύψους, λόγω της πανδημίας, καθώς σχεδόν τα μισά δάνεια που βρίσκονται σε αναστολή (11 δισ. ευρώ επί συνόλου 22,2 δισ. ευρώ) είτε βρίσκονται πολύ κοντά ή είναι ήδη μη εξυπηρετούμενα.
Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες είναι πλέον υποχρεωμένες να λάβουν μέτρα για τη διευκόλυνση των πελατών, ακόμη και με την προσωρινή μείωση των δόσεων στο μισό, καθώς αυτές οι μειωμένες καταβολές θα τους επιτρέψουν να μην καταγράψουν αυτά τα δάνεια ως μη εξυπηρετούμενα, σχηματίζοντας και τις πλήρεις προβλέψεις για πιστωτικές απώλειες.
Σημειώνεται ότι, εκτός από τη μείωση δόσεων, οι τράπεζες εκτιμούν ότι η προσπάθεια να μην περάσουν δάνεια στα μη εξυπηρετούμενα θα διευκολυνθεί και με τα μέτρα που έλαβε ήδη ή θα λάβει στο άμεσο μέλλον η κυβέρνηση, όπως το πρόγραμμα «Γέφυρα» για επιδότηση δόσεων, αρχικά σε δάνεια με ενέχυρο κατοικία και, σύντομα, σε δάνεια ατομικών επιχειρήσεων και επαγγελματιών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της EBA,
- Το ύψος των δανείων σε αναστολή ανήλθε σε 22,2 δισ. ευρώ στο τέλος του β' τριμήνου του 2020 και παρέμεινε αμετάβλητο και στη λήξη του τρίτου τριμήνου. Τα περισσότερα δάνεια σε αναστολή ήταν επιχειρηματικά (55,5%).
- Τα δάνεια του δεύτερου σταδίου, που κινδυνεύουν να καταστούν μη εξυπηρετούμενα, αντιστοιχούσαν στο τέλος τρίτου τριμήνου σε ποσοστό 32% των δανείων που βρίσκονταν σε αναστολή. Αυτά τα δάνεια, ύψους 7,1 δισ. ευρώ, θα έχει κρίσιμη σημασία για τις τράπεζες να μην περάσουν στο τρίτο στάδιο, δηλαδή να μην γίνουν μη εξπηρετούμενα, μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.
- Οι ελληνικές τράπεζες έχουν, με πολύ μεγάλη διαφορά, το υψηλότερο ποσοστό δανείων σε αναστολή που ήδη κατατάσσονται στα μη εξυπηρετούμενα. Το ποσοστό τους φθάνει το 17,5%, έναντι μέσου όρου μόλις 3% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Από αυτά τα δάνεια, ύψους 3,9 δισ. ευρώ περίπου, οι τράπεζες είναι βέβαιο ότι θα υποστούν απώλειες, καθώς, σύμφωνα με την EBA, το ποσοστό κάλυψης με προβλέψεις ήταν 24,1% στο τέλος του τρίτου τριμήνου. Έτσι, θα χρειασθεί να σχηματίσουν νέες προβλέψεις για να φθάσουν και για αυτά τα δάνεια στο μέσο όρο κάλυψης, που διαμορφώθηκε σε 44,9% στο τέλος του τρίτου τριμήνου.
- Σε ό,τι αφορά τα δάνεια που ήδη εξήλθαν από την αναστολή στο τέλος του τρίτου τριμήνου, αυτά ανέρχονταν σε 5,4 δισ. ευρώ και ήταν κυρίως (ποσοστό 67,4%) δάνεια νοικοκυριών. Η εξέλιξη αυτών των δανείων δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική, καθώς σχεδόν ένα στα τρία (32,5%) πέρασαν στο δεύτερο στάδιο, ενώ ποσοστό 28% των δανείων αυτών κατατάχθηκαν στα μη εξυπηρετούμενα. Οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί μέσοι όροι ήταν πολύ χαμηλότεροι, 17% και 2,6%, αντίστοιχα.