ΓΔ: 1401.58 0.28% Τζίρος: 97.06 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:01 DATA
John Paulson, Trapeza Peiraios, Alpha Bank, EYDAP
Φωτο: Shutterstock

Ο επενδυτής - θρύλος της Wall Street και η περιπέτειά του στην Ελλάδα

Ο Τζον Πόλσον ήταν από τους λίγους που στοιχημάτισαν εναντίον των αμερικανικών ενυπόθηκων δανείων και έγινε δισεκατομμυριούχος. Αργότερα επένδυσε στην Ελλάδα, αλλά δεν έχει καταφέρει να βγει κερδισμένος.

Το φθινόπωρο του 2007 οι αγορές κατέρρεαν και οι τραπεζικοί όμιλοι της Wall Street βρίσκονταν αντιμέτωποι με μία πρωτοφανή αιμορραγία κεφαλαίων, με κάποιους εξ αυτών ακόμη και να εξαφανίζονται από τον χάρτη. Το πλήγμα ήταν σφοδρό και θα χρειάζονταν αρκετά χρόνια ώστε οι τεράστιες απώλειες να καλυφθούν και οι αγορές να επιστρέψουν σε μία κανονικότητα. 

Όμως υπήρχε ένας επενδυτής – διαχειριστής κεφαλαίων που είχε κάθε λόγο να αισθάνεται ευτυχής και, κυρίως, πλουσιότερος. Επρόκειτο για τον Τζον Πόλσον, η εταιρεία του οποίου είχε κέρδη 15 δισ. δολαρίων το 2007 και ο ίδιος φέρεται ότι αποκόμισε σχεδόν τέσσερα δισ., καθώς «είδε» πολύ πριν από όλους τους άλλους το τεράστιο ρίσκο που υπήρχε στην αγορά ενυπόθηκων δανείων των ΗΠΑ.

Το απίστευτο κατά πολλούς στοίχημά του εκείνη την εποχή ήταν αρκετό για να τον ανεβάσει αρκετά σκαλιά στο Πάνθεον των μεγάλων επενδυτών της Wall Street και να τον τοποθετήσει στο ίδιο βάθρο που βρίσκονταν οι Ουόρεν Μπάφετ και Τζορτζ Σόρος. Άλλωστε δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι αυτό ακριβώς το στοίχημά του έγινε βιβλίο -«The Greatest Trade Ever: The Behind-the-Scenes Story of How John Paulson Defied Wall Street and Made Financial History» -, αλλά μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «The Big Short».

Ο Πόλσον δημιούργησε το hedge fund John Polson & Co. το 1994, επενδύοντας σε συγχωνεύσεις εταιρειών, ένα στοίχημα το οποίο θεωρείται απόλυτα ασφαλές και ως εκ τούτου δύσκολα θα μπορούσε να του αποφέρει μεγάλα κέρδη. Η πρώτη φορά που πρόσεξε ότι κάτι πήγαινε στραβά με την αγορά κατοικιών των ΗΠΑ ήταν το 2006, με τις τιμές να ενισχύονται κατά εντυπωσιακό τρόπο σε μία τετραετία. Μετά από ενδελεχή έρευνα, μαζί με τον κορυφαίο συνεργάτη του τότε, Πάολο Πελεγκρίνι, διαπίστωσαν ότι η μέση αύξηση στις τιμές ακινήτων μεταξύ 1975 και 2000 ήταν 1,4%, ενώ από το 2005 έως και το 2005 είχε φθάσει στο εντυπωσιακό 7%.

Βάσει των ιστορικών δεδομένων, όταν οι τιμές άγγιζαν το ζενίθ τους ακολουθούσε μία μέση πτώση 40% προκειμένου να επιστρέψουν σε φυσιολογικά επίπεδα. Καμία πτώση δεν φαινόταν στον ορίζοντα, αλλά ο Πόλσον ήταν απόλυτα βέβαιος ότι αργά ή γρήγορα αυτή θα συνέβαινε. Έτσι, αποφάσισε να σορτάρει μία αγορά που άνθιζε και ταυτόχρονα είχε πείσει τις κορυφαίες τράπεζες της Wall Street να του πουλήσουν Credit Default Swaps (CDS), ένα επενδυτικό εργαλείο που δρα ως «ασφάλεια» έναντι ριψοκίνδυνων επενδύσεων. Με αυτόν τον τρόπο θα κέρδιζε, κάτι που τελικά συνέβη, δεκάδες δισ. δολάρια, εάν οι ιδιοκτήτες ακινήτων άρχιζαν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες αποπληρωμής των δανείων τους και τελικά αυτά γίνονταν «κόκκινα».

Το εντυπωσιακό είναι ότι όλες οι τράπεζες της Wall Street δέχθηκαν τη συναλλαγή που τους πρότεινε ο Πόλσον, ακόμη και εάν οι ίδιες πουλούσαν ενυπόθηκα δάνεια, με μοναδική εξαίρεση την Bear Sterns, η οποία πλέον έχει «σβηστεί» από τον χάρτη, καθώς κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008 και απορροφήθηκε έναντι μηδενικού τιμήματος από τη JPMorgan Chase.

Όταν το 2009 ένας στους 10 Αμερικανούς δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν το στεγαστικό τους δάνειο, η αγορά κατέρρευσε και οι τιμές υποχώρησαν κατά 30% σε σύγκριση με το ιστορικό υψηλό που είχαν αγγίξει το 2006, έφθασε η στιγμή ο Πόλσον να εισπράξει τους καρπούς από ένα στοίχημα που οι περισσότεροι στη Wall Street θεωρούσαν παράλογο και προορισμένο να αποτύχει.

Ο Πόλσον πέρασε στη σφαίρα του θρύλου, όμως από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει να επαναλάβει μία ανάλογη επιτυχία, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν η Paulson & Co. είχε αρκετά αποτυχημένα στοιχήματα, με αρκετές επιλογές της να αποδεικνύονται ζημιογόνες. Αποτέλεσμα ήταν τον περασμένο Ιούλιο να ανακοινώσει ότι «κλείνει» το hedge fund και το μετατρέπει σε ένα επενδυτική εταιρεία διαχείρισης προσωπικού πλούτου, επιστρέφοντας τα χρήματα στους επενδυτές «εκτός οικογένειας» και ανακοινώνοντας ότι από τούδε και στο εξής θα διαχειρίζεται και θα ποντάρει στις αγορές μόνο δικά του κεφάλαια. 

Η ελληνική περιπέτεια του Πόλσον 

Η πρώτη εμφάνιση του Πόλσον στην ελληνική επενδυτική πραγματικότητα συνέβη στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, όταν αποφάσισε να παίξει ένα στοίχημα μάλλον συνηθισμένο στην παγκόσμια αγορά: όταν μια οικονομία καταρρέει και οι τιμές των assets συντρίβονται, δημιουργούνται ευκαιρίες για ασυνήθιστα υψηλές αποδόσεις. Ο Πόλσον αγόρασε ελληνικές μετοχές και, βάσει των τελευταίων δεδομένων, διαθέτει σήμερα μερίδιο 6,62% στην Τράπεζα Πειραιώς, 7,32% στην Alpha Bank και 9,99% στην ΕΥΔΑΠ.

Η παρουσία του ως του μεγαλύτερου ιδιώτη μετόχου της Τράπεζας Πειραιώς τάραξε αρκετά τα νερά, ενώ πρόσφατα βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας, μετά από την πρότασή του η τράπεζα να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κατά 800 εκατ. ευρώ. Μάλιστα αυτή η πρόταση κατατέθηκε δύο φορές σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά απορρίφθηκε από την κυβέρνηση και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), τον μεγαλύτερο μέτοχο της Τράπεζας Πειραιώς. Βασική αιτία για την απόρριψη, το γεγονός ότι μετά από μία ΑΜΚ που θα γινόταν σε πολύ χαμηλή αποτίμηση, το μερίδιο του ΤΧΣ θα συρρικνώνονταν αισθητά και αυτό θα επέφερε σημαντικές ζημιές στο Ταμείο και κατ’ επέκταση στο Ελληνικό Δημόσιο. 

Παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις του στην Ελλάδα δεν του έχουν «βγει», ο ίδιος ο Πόλσον, σε δηλώσεις του στο πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσε η Capital Link υποστήριξε ότι θα συνεχίσει να επενδύει στη χώρα μας, καθώς θεωρεί ότι τελικώς αυτές οι τοποθετήσεις κάποια στιγμή θα αποδειχθούν κερδοφόρες. Μάλιστα, τόνισε ότι εκτός από τις μετοχές θεωρεί ελκυστικές τις επενδύσεις σε ελληνικά ακίνητα.

Όπως ανέφερε, «επενδύσαμε αρχικά, δεν μας βγήκε όπως περιμέναμε, επενδύσαμε ξανά και μετά μας "χτύπησε" η πανδημία. Για μένα, ο πιο άμεσος τρόπος αύξησης της επενδυτικής μας παρουσίας στην Ελλάδα είναι μέσω μετοχών, συμπεριλαμβανομένων τραπεζικών μετοχών, και αυτός θα συνεχίσει να είναι ο πρωταρχικός τομέας που θα εστιάσουμε την προσοχή μας. Αλλά ένας άλλος τομέας που φαίνεται πολύ ελκυστικός για όλους τους επενδυτές είναι η αγορά ακινήτων. Μετά την οικονομική κρίση, οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα άρχισαν να αυξάνονται και συνεχίζουν να αυξάνονται ακόμη και κατά την πανδημία».

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στις επενδύσεις του σε Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Bank υπογραμμίζοντας ότι «ως σημαντικός επενδυτής στην Alpha Bank και στην Τράπεζα Πειραιώς είναι αισιόδοξος ότι στο πλαίσιο μιας επερχόμενης οικονομικής ανάκαμψης, οι επενδύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι από τις πιο ελκυστικές επιλογές. Συνολικά, οι ελληνικές τράπεζες φαίνεται να αντιμετωπίζουν καλά τις προκλήσεις που δημιουργεί η πανδημία. Έχουν σημειώσει πρόοδο όσον αφορά τη μείωση των NPL από το παρελθόν, γεγονός που θα τους επιτρέψει να βελτιώσουν την κερδοφορία τους και να έχουν περισσότερα κεφάλαια για να στηρίξουν την ανάπτυξη. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται περίπου στο ένα πέμπτο σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές, κάτι που δείχνει τη δυνατότητα κέρδους για τους επενδυτές». 

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Β. Ψάλτης: Στηρίζουμε την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων

«Οι Τράπεζες οφείλουν να εκπαιδεύσουν τους πελάτες τους ότι οι καταθέσεις δεν είναι το σωστό αποταμιευτικό εργαλείο, που θα εξασφαλίσει σε έναν ιδιώτη ένα συνταξιοδοτικό κεφάλαιο», ανέφερε ο CEO του Ομίλου Alpha Bank.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Το σχέδιο των 600 εκατ. ευρώ για απογείωση παραγωγής από τα θερμοκήπια

Στόχος ο πολλαπλασιασμός της παραγωγής, με έμφαση στα εξαγώγιμα προϊόντα, με δραστικά χαμηλότερη κατανάλωση νερού. Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, τα μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης και ο κομβικός ρόλος της Τρ. Πειραιώς.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Fitch: Νέες αναβαθμίσεις των τραπεζών, στον ορίζοντα το investment grade

Ο οίκος αξιολογεί θετικά το βελτιωμένο οικονομικό περιβάλλον της χώρας και το πιστωτικό προφίλ των τραπεζών. Κρατά θετικό outlook στις βαθμολογίες, κάτι που σημαίνει ότι θα προχωρήσει σε νέες αναβαθμίσεις.