Την διαφοροποίηση της «ανθρωπογεωγραφίας» των ξένων επενδυτών ακινήτων καταγράφουν τους τελευταίους μήνες στελέχη της αγοράς. Όπως σημειώνουν στελέχη δικηγορικών γραφείων και μεσίτες, που συνεργάζονται καθημερινά με ξένους ενδιαφερόμενους επενδυτές, έχει αρχίσει να παρατηρείται μια σημαντική διαφοροποίηση στο προφίλ των ανθρώπων που εξετάζουν την απόκτηση κατοικίας στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, πλέον, όλο και περισσότεροι ξένοι έχουν πιο μακροπρόθεσμο προσανατολισμό, δηλαδή ενδιαφέρονται περισσότερο για την εξασφάλιση ενός σταθερού ετήσιου εισοδήματος από την εκμετάλλευση του ακινήτου ή των ακινήτων, που θα αποκτήσουν. Μέχρι πρότινος, η πλειονότητα των επενδυτών κινούνταν στην αγορά με στόχο το εύκολο κέρδος, δηλαδή αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση άμεσων ωφελειών, μέσω της άμεσης μεταπώλησης του ακινήτου που θα αποκτούσαν.
Εν ολίγοις λειτουργούσαν στην ελληνική αγορά κερδοσκοπικά, επιδιώκοντας να αποκτήσουν διαμερίσματα σε όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος, να τα ανακαινίσουν και να τα μεταπωλήσουν, κυρίως σε άλλους ξένους επενδυτές, με ένα σημαντικό κέρδος. Η «πελατεία» τους αφορούσε κατά κανόνα ενδιαφερόμενους στο πλαίσιο του προγράμματος χορήγησης επενδυτικής άδειας παραμονής (Golden Visa), οι οποίοι ούτως ή άλλως, δεν μπορούν να μεταπωλήσουν το ακίνητο που θα αποκτήσουν άμεσα, καθώς, βάσει του σχετικού προγράμματος, προβλέπεται απώλεια της άδειας παραμονής.
Γιατί ήλθαν οι κερδοσκόποι
Η κατηγορία αυτή των επενδυτών προσελκύστηκε στην Ελλάδα για δύο σημαντικούς λόγους. Καταρχάς, οι τιμές πώλησης διαμερισμάτων στην Αθήνα, όπου κι εντοπίζεται η πλειονότητα των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια των προηγούμενων ετών, ήταν αισθητά χαμηλότερη συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ως αποτέλεσμα της μείωσης των αξιών κατά 50-60% κατά μέσο όρο, ιδίως σε παλιότερα διαμερίσματα του κέντρου της πόλης. Δευτερευόντως, το επενδυτικό ρίσκο που αναλάμβαναν οι άνθρωποι αυτοί περιορίστηκε λόγω της εκτόξευσης της απήχησης του Airbnb και των συναφών υπηρεσιών βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Οι εν λόγω πλατφόρμες προσέφεραν την επιπλέον εξασφάλιση στους επενδυτές/αγοραστές, ότι ακόμα κι αν δεν μπορέσουν να εξασφαλίσουν το κέρδος που επιθυμούν από την άμεση μεταπώληση του ακινήτου που θα αποκτήσουν, τουλάχιστον θα μπορούσαν να το εκμεταλλευτούν μέσω του Airbnb και να εξασφαλίσουν μια καλή απόδοση, έως ότου ανακάμψουν κι άλλοι οι τιμές πώλησης. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που μέχρι σήμερα, το 70-80% των ξένων επενδυτών δεν επιθυμούσε να δαπανήσει ποσά μεγαλύτερα των 70.000 – 80.000 ευρώ για κάθε ακίνητο.
Πλέον, η τάση αυτή έχει αρχίσει να φθίνει, καθώς οι τιμές ανέκαμψαν και μάλιστα με γεωμετρική πρόοδο, κατά την διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών. Μόνο στο κέντρο της Αθήνας, όπου εντοπίζεται και το μεγαλύτερο αγοραστικό ενδιαφέρον, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 50% κατά μέσο όρο, με αποτέλεσμα η όλη επιχείρηση της αγοράς – ανακαίνισης – μεταπώλησης με ένα κέρδος της τάξεως του 15-30% (ανάλογα με την περίπτωση), να μοιάζει αρκετά δυσχερής.
Ως εκ τούτου, η πλειονότητα των εν λόγω επενδυτών είτε κινούνται πλέον σε άλλες περιοχές του λεκανοπεδίου, όπου πωλούνται ακόμα ακίνητα σε σχετικά χαμηλές τιμές, είτε εξέρχονται της χώρας, αναζητώντας την επόμενη χώρα, όπου οι τιμές κατοικιών να κρίνονται ελκυστικές.
Ασφαλώς, η εν λόγω μετάβαση μόνο αρνητική δεν είναι για την ελληνική αγορά, υπό την έννοια, ότι πλέον οι περισσότεροι ξένοι επενδυτές είναι άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για το γρήγορο κέρδος, «φουσκώνοντας» στο μεσοδιάστημα τις τιμές πώλησης, αλλά προτιμούν μια σταθερή απόδοση επί του κεφαλαίου τους.
Παράλληλα, αρκετοί εξ αυτών είναι πολύ πιθανό να επωφεληθούν τυχόν ευνοϊκής νομοθεσίας, όπως π.χ. τα κίνητρα που εξετάζει η κυβέρνηση προκειμένου να δελεάσει περισσότερους ξένους επενδυτές στο να γίνουν φορολογικοί κάτοικοι της χώρας.