Μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να έχει ανοίξει τους κρουνούς της ρευστότητας, σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της, με στόχο την ενίσχυση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, ωστόσο, στην Ελλάδα το κόστος χρήματος παραμένει πανάκριβο για επιχειρήσεις και νοικκυριά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η ΕΚΤ για την ευρωζώνη και η Τράπεζα της Ελλάδος για την Ελλάδα τον περασμένο Ιούλιο το μέσο κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις στην ευρωζώνη διαμορφώθηκε κοντά στο 1,51% ενώ το αντίστοιχο κόστος για τις ελληνικές επιχειρήσεις διαμορφώνεται στο 2,95%.
Για τις μεγάλες επιχειρήσεις το κόστος δανείων άνω του 1 εκατ. ευρώ διαμορφώνεται στην ευρωζώνη κοντά στο 1,20% έναντι επιτοκίου 2,65% στην Ελλάδα.
Ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα για τις μικρές επιχειρήσεις, καθώς τα δάνεια κάτω των 250 εκατ. ευρώ επιβαρύνονται με κόστος 1,96% ενώ στην Ελλάδα το κόστος διαμορφώνεται στο 4,31%.
Ενδεικτικό της χαοτικής απόστασης που χωρίζει τη χώρα μας από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι το γεγονός ότι μια μεγάλη ελληνική επιχείρηση δανείζεται σήμερα με υψηλότερο κόστος από αυτό με το οποίο δανείζεται μια μικρομεσαία επιχείρηση στην ευρωζώνη.
Ανάλογη είναι η εικόνα και για τα νοικοκυριά. Στην Ελλάδα το κόστος του μέσου κυμαινόμενου στεγαστικού διαμορφώνεται στο 2,53% ενώ στην ευρωζώνη στο 1,4%.
Το υψηλό κόστος χρήματος δημιουργεί ένα μεγάλο βάρος στις επιχειρήσεις, διαβρώνει την ανταγωνιστικότητά τους ενώ αποθαρρύνει την υλοποίηση επενδύσεων. Στην πραγματικότητα το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων είναι ακόμα μεγαλύτερο καθώς υπάρχουν πρόσθετες επιβαρύνσεις όπως αυτή του Ν.128.Σημειώνεται ότι τον περασμένο μήνα το επιτόκιο νέων δανείων στη χώρα μας αυξήθηκε.
Γιατί βρίσκονται στα ύψη τα επιτόκια δανεισμού
Το υψηλό κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις επισημαίνεται επίσης στην Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη η οποία εντοπίζει τέσσερις βασικές αιτίες για την κατάσταση αυτή: το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, την αναποτελεσματικότητα της πτωχευτικής διαδικασίας, το υψηλό λειτουργικό κόστος των ελληνικών τραπεζών και το υψηλό κόστος δανεισμού των ίδιων των τραπεζών στις διεθνείς αγορές.
Αναλυτικότερα σύμφωνα με την Έκθεση:
- Τα προβληματικά δάνεια αποθαρρύνουν τον νέο δανεισμό προς τις επιχειρήσεις: είτε αυτός δεν πραγματοποιείται καθόλου είτε συνοδεύεται από υψηλά επιτόκια. Η αρνητική σχέση προβληματικών δανείων και νέου δανεισμού μπορεί να γίνει κατανοητή ως εξής: Τα προβληματικά δάνεια έχουν πραγματική αξία πολύ μικρότερη της αρχικής λογιστικής τους αξίας στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η λογιστική τους αξία μειώνεται προς την πραγματική αξία με την πάροδο του χρόνου (π.χ. μέσω διαγραφών, πωλήσεων, ή τιτλοποιήσεων) και αυτό επιφέρει σημαντικές απώλειες στις τράπεζες. Οι απώλειες με τη σειρά τους δημιουργούν νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Όμως, η άντληση νέων κεφαλαίων μπορεί να είναι επώδυνη για τους υπάρχοντες παλαιούς μετόχους (φαινόμενο debt overhang),30 και έτσι οι τράπεζες προσπαθούν να την αποφύγουν. Έτσι, με μικρή κεφαλαιακή βάση και χωρίς νέα κεφάλαια οι τράπεζες αδυνατούν να προσφέρουν νέα δάνεια. Άλλωστε αυτό το απαγορεύουν οι κανονισμοί ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας του SSM και της ΤτΕ. Ο νέος δανεισμός περιορίζεται ιδιαίτερα προς τις ΜμΕ γιατί αυτές έχουν τον μεγαλύτερο πιστωτικό κίνδυνο.
- Η αναποτελεσματικότητα στην πτωχευτική διαδικασία δεν αυξάνει μόνο το κόστος της χρηματοδότησης αλλά διαιωνίζει και το πρόβλημα των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων («ζόμπι»). Η εκκαθάριση καθίσταται μη ελκυστική επιλογή για τους πιστωτές, ενώ επίσης υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις στην αναδιοργάνωση. Τα στρεβλά κίνητρα που δημιουργούνται στις τράπεζες από τα προβληματικά δάνεια που κατέχουν, συμβάλλουν στο πρόβλημα. Αυτό γιατί ακόμα και αν η εκκαθάριση αποφέρει σημαντικούς πόρους, οι τράπεζες υποχρεώνονται να εγγράψουν απώλειες στους ισολογισμούς τους, ενώ δεν έχουν τέτοια υποχρέωση αν αφήσουν την επιχείρηση σε λειτουργία. Το ποσοστό των επιχειρήσεων ζόμπι ήταν περίπου 30% το 2016, και οι επιχειρήσεις αυτές αντιπροσώπευαν περίπου το 30% του συνολικού δανεισμού.
- Το σχετικά υψηλό λειτουργικό κόστος των ελληνικών τραπεζών, το οποίο μεταφέρεται στις επιχειρήσεις υπό μορφή υψηλότερων χρεώσεων σε επιτόκια ή προμήθειες. Το υψηλό λειτουργικό κόστος οφείλεται σε σειρά παραγόντων, όπως η ελλιπής ψηφιοποίηση διαδικασιών, υπεράριθμο και ανενεργό προσωπικό, κλπ.
- Το υψηλό κόστος δανεισμού των ίδιων των τραπεζών στις διεθνείς αγορές. Το υψηλό κόστος δανεισμού των τραπεζών οφείλεται εν μέρει στο ότι η Ελλάδα θεωρείται χώρα υψηλότερου κινδύνου από τις περισσότερες άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Οφείλεται επίσης και στα προβληματικά δάνεια. Το ύψος των δανείων αυτών (40% του συνόλου) σε συνδυασμό με το ότι σημαντικό μέρος των τραπεζικών μετοχικών κεφαλαίων προέρχονται από μελλοντικές φοροελαφρύνσεις (τα deferred tax assets είναι 60% του συνόλου), δημιουργεί αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές σχετικά με το αν οι τράπεζες έχουν επαρκή κεφάλαια και μελλοντικά έσοδα για να καλύψουν τις απώλειές τους από τα προβληματικά δάνεια. Η επίπτωση του παράγοντας αυτού έχει πλέον μειωθεί δραστικά μετά τις πρόσφατες ενέργειες της ΕΚΤ, όπου οι τράπεζες δανείζονται με πολύ χαμηλό επιτόκιο ακόμα και με εξασφαλίσεις (collateral) χαμηλής ποιότητας.