Στην κόψη του ξυραφιού βρίσκεται το στοίχημα αξίας αρκετών δισ. δολαρίων, που έβαλαν αρκετοί εφοπλιστές την τελευταία διετία, αναφορικά με τη συμμόρφωση με τις νέες περιβαλλοντικές νόρμες του Παγκόσμιου Οργανισμού Ναυτιλίας (IMO), οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ στις αρχές του 2020. Βάσει αυτών, όλα τα πλοία είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιούν καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο (0,5% από 3,5%).
Εναλλακτικά, επιτρέπεται η εγκατάσταση συστημάτων καθαρισμού των ρύπων, τα οποία κοστίζουν από 2 έως 6 εκατ. δολάρια, ανάλογα με τον τύπο και το μέγεθος του πλοίου.
Αρκετοί πλοιοκτήτες προτίμησαν την συγκεκριμένη επιλογή, έχοντας επιφυλάξεις για την ευρεία διαθεσιμότητα των νέων, οικολογικότερων ναυτιλιακών καυσίμων, τουλάχιστον κατά τους πρώτους μήνες εφαρμογής του μέτρου. Ταυτόχρονα, υπήρχε ανησυχία για τυχόν φθορές και βλάβες στις μηχανές των πλοίων από χρήση τυχόν ακατάλληλων καυσίμων, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα νέο προϊόν και ίσως να υπήρχαν κάποιες... παιδικές ασθένειες κατά το πρώτο διάστημα παραγωγής των νέων καυσίμων.
Στο πλαίσιο αυτό, αρκετοί επέλεξαν να επενδύσουν στις πλυντηρίδες, καθώς μάλιστα προσέφεραν και το βασικό πλεονέκτημα του χαμηλότερου λειτουργικού κόστους. Ο λόγος είναι βέβαια ότι τα νέα, οικολογικότερα καύσιμα είναι αρκετά ακριβότερα σε σχέση με τα συμβατικά.
Όσο μεγαλύτερη η απόκλιση, τόσο υψηλότερο το κέρδος και ταυτόχρονα τόσο μικρότερος ο απαιτούμενος χρόνος για την απόσβεση της αρχικής επένδυσης, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις εταιρειών με μεγάλους στόλους, προσέγγισε ακόμα και τα 100 εκατ. δολάρια.
Στις αρχές του έτους, ο εκτιμώμενος χρόνος, με βάση την τότε απόκλιση ανάμεσα στα δύο καύσιμα (πλησίαζε τα 300 δολάρια/τόνο), ήταν της τάξεως των 6-12 μηνών. Μετά από το διάστημα αυτό, ο εκάστοτε πλοιοκτήτης θα είχε σημαντικό κέρδος μόνο από την συγκεκριμένη διαφορά των δύο καυσίμων. Ωστόσο, πλέον η κατάσταση έχει διαφοροποιηθεί άρδην.
Καταρχάς, η κατανάλωση πετρελαίου έχει υποχωρήσει κατακόρυφα, απόρροια της πανδημίας, με αποτέλεσμα να μειωθεί αντίστοιχα και το κόστος των ναυτιλιακών καυσίμων. Σήμερα, η απόκλιση των δύο καυσίμων δεν ξεπερνά τα 40 δολάρια/τόνο, κάτι που έχει επιμηκύνει σημαντικά τον χρόνο απόσβεσης σε πάνω από 2-3 χρόνια. Ταυτόχρονα, οι ναύλοι έχουν υποχωρήσει δραματικά, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να αντιμετωπίζουν σημαντικές οικονομικές πιέσεις και έλλειψη ρευστότητας.
Το αποτέλεσμα είναι να έχουν ξεκινήσει οι ακυρώσεις εγκατάστασης πλυντηρίδων και η αναστολή των σχετικών προγραμμάτων. Το τελευταίο διάστημα, σειρά ναυτιλιακών εταιρειών, κυρίως διαχείρισης δεξαμενόπλοιων, όπως η Scorpio Tankers, η Frontine και η International Seaways ανακοίνωσαν ότι έχουν αναβάλει την εγκατάσταση τέτοιων συστημάτων.
Στόχος είναι η διατήρηση όσο το δυνατόν υψηλότερης ρευστότητας, η οποία είναι απαραίτητο “πολεμοφόδιο” εν μέσω πανδημίας και παγκόσμιας ύφεσης. Για παράδειγμα, η Frontine, ένας από τους μεγαλύτερους ομίλους διαχείρισης δεξαμενόπλοιων, αναμένει θετική επίδραση 7,6 εκατ. δολαρίων, μόνο από την απόφασή της να αναβάλει το επενδυτικό πρόγραμμα που είχε εκπονήσει για εγκατάσταση πλυντηρίδων.
Σε πρόσφατη ανάλυσή της, η Clarksons Research, από τους πλέον έγκυρους οίκους ναυτιλικών αναλύσεων, σημείωσε ότι σήμερα ο αριθμός των πλοίων, όπου εκτελούνται εργασίες εγκατάστασης πλυντηρίδων, έχει υποχωρήσει σε μόλις 100 πλοία, σε σχέση με τα σχεδόν 300 πλοία, στα οποία τοποθετούνταν τέτοια συστήματα στις αρχές του 2020.
Επιπλέον 750 πλοία είναι προγραμματισμένο να υποβληθούν σε τέτοιες εργασίες, ωστόσο, εκτιμάται ότι σε αρκετές περιπτώσεις, θα υπάρξουν αναβολές ή ακόμα και ακυρώσεις. Σημειωτέον ότι στο απόγειο της σχετικής δραστηριότητας, στα μέσα του 2019, γίνονταν εγκαταστάσεις σε περίπου 2.000 πλοία.
Σήμερα, εκτιμάται ότι συστήματα πλυντηρίδων έχουν τοποθετηθεί σε 3.015 πλοία του παγκόσμιου στόλου, από μόλις 506 στις αρχές του 2019. Με δεδομένο πάντως ότι ο παγκόσμιος στόλος αριθμεί πάνω από 90.000 πλοία, είναι προφανές ότι δεν είναι πολλοί εκείνοι που έχουν επιλέξει την συγκεκριμένη στρατηγική. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και ο όμιλος Euronav, όπου συμμετέχουν και ελληνικά ναυτιλιακά συμφέροντα.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο διευθύνων σύμβουλος, κ. Ούγκο ντε Στόοπ ανέφερε ότι “είμαστε πολύ χαρούμενοι, που δεν ξοδέψαμε 350 εκατ. δολάρια για να εγκαταστήσουμε πλυντηρίδες στα πλοία του στόλου μας”. Η Euronav προτίμησε να στραφεί στην χρήση καυσίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο.
Από την άλλη πλευρά, όσοι πόνταραν στις πλυντηρίδες επισημαίνουν ότι όσο οι τιμές του πετρελαίου ανακάμπτουν, τόσο θα μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στους δύο τύπους καυσίμων κι έτσι θα επιταχύνεται εκ νέου και ο ρυθμός της απόσβεσης της επένδυσής τους. Ως εκ τούτου, αναμένονται και νέες εγκαταστάσεις, από εταιρείες, όπως η ινδική Great Eastern Shipping Company, που ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα προχωρήσει κανονικά το σχετικό της πρόγραμμα.