Στη δίνη της πανδημίας στροβιλίζονται περισσότεροι από 1,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι με μειώσεις μισθών και παροχών και κίνδυνο να μείνουν χωρίς δουλειά, ενώ σύμφωνα με νεότερες εκτιμήσεις ο αριθμός των νέων ανέργων θα ξεπεράσει τις 390.000.
Την ίδια ώρα στο χείλος του γκρεμού βρίσκονται μία στις τρεις επιχειρήσεις στο κλάδο της εστίασης, με τον τζίρο την πρώτη ημέρα λειτουργίας τους να υποχωρεί έως και 95% και τις προβλέψεις για τη συνέχεια να είναι δυσοίωνες.
Οι ισχυροί κραδασμοί στην απασχόληση θα επιφέρουν μείωση του εθνικού εισοδήματος και της κατανάλωσης και θα προκαλέσουν αλυσιδωτές παρενέργειες στην οικονομική δραστηριότητα πλήττοντας κυρίως νευραλγικούς κλάδους όπως οι μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, ο τουρισμός και η εστίαση.
Ζοφερές είναι οι προβλέψεις του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας για το πλήγμα του κορονοϊού στην αγορά εργασίας, καθώς σε ειδική μελέτη για τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομίας επισημαίνεται ότι ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων που θα επηρεαστούν άμεσα η έμμεσα ανέρχεται σε 1.729.200.
Στη μελέτη γίνεται λόγος για φαύλο κύκλο οικονομικής δραστηριότητας - απασχόλησης - εισοδήματος - ζήτησης -οικονομικής δραστηριότητας και αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
- Στη νέα πραγματικότητα οι επιχειρήσεις θα χρειάζονται λιγότερο προσωπικό για να εξυπηρετήσουν τον περιορισμένο αριθμό πελατών. Κατά συνέπεια, θα μειώσουν τον αριθμό των εργαζομένων τους και θα απολύσουν προσωπικό αφού δεν θα έχουν τον κύκλο εργασιών που είχαν. Η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας ειδικά στις επιχειρήσεις του κλάδου του τουρισμού, των μεταφορών, του θεάματος και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων θα είναι ιδιαίτερα έντονη μέχρι και το χειμώνα.
- Εκτός από τις άμεσα διαφαινόμενες επιπτώσεις στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης, υπάρχουν και οι έμμεσες επιπτώσεις στην αγορά εργασίας με αλλαγές που αφορούν τον τρόπο εργασίας (εκ περιτροπής, εργασία από το σπίτι, αύξηση της μερικής απασχόλησης) αλλά και το είδος των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις για την αύξηση της ανασφάλιστης εργασίας που θα αφορά άτομα που εργάζονται από το σπίτι και οι έλεγχοι από την Επιθεώρηση Εργασίας καθίστανται δυσκολότεροι έως και αδύνατοι. Η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων θα συμπαρασύρει και το ύψος των μισθών και άλλων παροχών.
- Οι επιπτώσεις από την πανδημία επηρεάζουν άμεσα τους απασχολούμενους στο «Χονδρικό και Λιανικό εμπόριο» και στις «Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης» (1.089,4 χιλ. άτομα). Επιπρόσθετα επηρεάζονται άμεσα οι 204,8 χιλ. άτομα στον κλάδο των «Μεταφορών και Αποθήκευσης» και 55,5 χιλ. άτομα στον κλάδο «Τέχνες, Διασκέδαση και Ψυχαγωγία». Έμμεσες επιπτώσεις από την πανδημία αφορούν σε μεγάλο βαθμό τον κλάδο της μεταποίησης (379,9 χιλ. άτομα).
- Αν υποθέσουμε ότι το 25% των απασχολουμένων στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές απολύονται (231,8 χιλ. άτομα), το 15% από αυτούς που ασκούν επιστημονικά και καλλιτεχνικά επαγγέλματα (68,2 χιλ. άτομα), το 20% από αυτούς που εργάζονται ως υπάλληλοι γραφείου (90,9 χιλ. άτομα), τότε ο αριθμός των ανέργων αναμένεται να αυξηθεί κατά 390,9 χιλ. άτομα.
- Ο αριθμός των απολυμένων από επιχειρήσεις κλάδων που η δραστηριότητά τους πλήττεται θα έχει ως αποτέλεσμα τη συνολική μείωση του εθνικού εισοδήματος και κατ΄ επέκταση μείωση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες και της αντίστοιχης προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών.
Μερική ανεργία και εκ περιτροπής εργασία
Από την πλευρά του ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης εκτίμησε ότι με βάση το σενάριο για ύφεση 12%, η ανεργία τον Δεκέμβριο του 2020 θα φθάσει στο 22,1%, πράγμα που σημαίνει απώλεια περίπου 340.000 θέσεων εργα0σίας υπογραμμίζοντας ότι θα κυριαρχήσουν η «μερική ανεργία» και η εκ περιτροπής εργασία που οδηγούν αυτόματα σε απώλειες αποδοχών.
Με μελανά χρώματα περιέγραψε το νέο τοπίο στα εργασιακά ο γραμματέας Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ Δημήτρης Καραγεωργόπουλος κατά τη διαδικασία ακρόασης φορέων στη Βουλή. «Ζούμε μεγάλη αγωνία, για ένα αύριο, όχι απλά ευελιξίας της εργασίας αλλά πλήρους επισφάλειας«, ανέφερε, υπογραμμίζοντας ότι τα στοιχεία που λαμβάνει καθημερινά η ΓΣΕΕ από τις οργανώσεις της, τα εργατικά κέντρα, τις ομοσπονδίες και τα πρωτοβάθμια σωματεία-μέλη της, αλλά και από την ηλεκτρονική πλατφόρμα, είναι απογοητευτικά για την κατάσταση στον εργασιακό τομέα.
Ο εκπρόσωπος της ΓΣΕΕ μίλησε για εκτεταμένα φαινόμενα με γενικευμένες παραβιάσεις στο ωράριο εργασίας, για ψευδείς αναστολές των συμβάσεων εργασίας, ανεξέλεγκτη τηλεργασία με πλήρη κατάχρηση των εργασιακών δικαιωμάτων, εργασία τις ημέρες υποχρεωτικής ανάπαυσης, γενίκευση της εργασίας τις Κυριακές.
«Η ΓΣΕΕ διεκδικεί σταθερή εργασία για όλους με ασφάλεια. Ακόμη και αν υπάρξει ανάταξη της οικονομίας, πάμε σε απορρύθμιση της εργασίας και μεγάλη επισφάλεια. Το κόστος και αυτό είναι σίγουρο, δεδομένου ότι η εργοδοσία είναι ανεξέλεγκτη θα το πληρώσει ο εργαζόμενος», είπε ο κ. Καραγεωργόπουλος και επισήμανε ότι έγινε αναστολή προαναγγελίας στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ των εργασιακών μεταβολών, γεγονός που ακυρώνει τον έλεγχο για την παραβίαση του ωραρίου εργασίας.
Απογοητευτικά στοιχεία για την κατάσταση στην αγορά παρουσίασε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς προειδοποιώντας ότι ειδικά στον χώρο της εστίασης μια στις τρεις επιχειρήσεις κινδυνεύουν να κλείσουν.
«Στο εμπόριο, στο 87% των επιχειρήσεων, έχουμε μια μείωση του κύκλου εργασιών κατά 50%. Τη Δευτέρα που ξεκίνησε η εστίαση, τα αποτελέσματα είναι δραματικά καθώς ο κύκλος εργασιών είναι κάτω σε ποσοστό 95%. Στον καφέ περίπου στο 50%, μιας ημέρας πριν από την κρίση της πανδημίας», είπε ο κ. Καββαθάς και τόνισε ότι τα μέτρα έρχονται, ανά εβδομάδα, χωρίς να υπάρχει ένας προγραμματισμός για το επόμενο εξάμηνο, πράγμα που δημιουργεί πρόβλημα ανασφάλειας στους επαγγελματίες, εμπόρους και βιοτέχνες διότι δεν γνωρίζουν πώς θα κινηθούν το επόμενο διάστημα.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΓΣΕΒΕΕ «το αρνητικό αυτό κλίμα μεταφέρεται και στην αγορά εργασίας και εδώ θα έχουμε κύμα απολύσεων, γιατί πραγματικά δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει η επόμενη μέρα… Το 70% των επιχειρήσεων έχουν πρόβλημα ρευστότητας και τα προγράμματα χρηματοδότησης δεν καλύπτουν τις ανάγκες».